Ιερα εξεταση: ανθρωποθυσιες στο ονομα του θεου
Ιερά
Εξέταση είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται στην εκδίκαση από την
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία υποθέσεων που αφορούσαν ομάδες ή μεμονωμένα
άτομα τα οποία βαρύνονταν με την κατηγορία της αίρεσης. Ο όρος μπορεί να
αναφέρεται σε Ρωμαιοκαθολικό εκκλησιαστικό δικαστήριο και στη δίκη
συγκεκριμένων ατόμων με την κατηγορία της αίρεσης. Ο θεσμός αυτός είναι
πολύ γνωστός λόγω του τρόπου διενέργειας των ανακρίσεων βάσει των οποίων
συγκεντρώνονταν στοιχεία για τις δίκες ή ομολογίες, με απάνθρωπα
βασανιστήρια.
Μεσαιωνική
Μεσαιωνική Ιερά Εξέταση
είναι όρος που χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς για να περιγράψει
διάφορες δικαστικές «Εξετάσεις» ή ανακρίσεις που ξεκίνησαν γύρω στο
1184, περιλαμβανομένης της Επισκοπικής Εξέτασης (1184-1230) και αργότερα
της Παπικής Εξέτασης (1230
Ισπανική
Η Ισπανική
Ιερά Εξέταση συγκροτήθηκε από τον Βασιλιά Φερδινάνδο Β’ της Αραγωνίας
και τη Βασίλισσα Ισαβέλλα της Καστίλης το 1478, με την έγκριση του Πάπα
Σίξτου του Τέταρτου. Στόχευε κυρίως τους εκχριστιανισμένους Εβραίους και
Μουσουλμάνους και αργότερα τους Προτεστάντες.
Πορτογαλική
Η
Πορτογαλική Ιερά Εξέταση ιδρύθηκε στην Πορτογαλία το 1536 από τον
Βασιλιά της Πορτογαλίας, Ζοάο ΙΙΙ, ως πορτογαλικό ανάλογο της πιο
γνωστής Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης.
Ρωμαϊκή
Το 1542
ο Πάπας Παύλος Γ’ ίδρυσε μια μόνιμη σύνοδο, στελεχωμένη με καρδινάλιους
και άλλους αξιωματούχους, καθήκον της οποίας ήταν η διατήρηση και
υποστήριξη της ακεραιότητας της πίστης, αλλά και η εξέταση ψευδών
δογμάτων. Η πιο διάσημη υπόθεση που δικάστηκε ήταν αυτή του Γαλιλαίου
Γαλιλέι, το 1633.
Η γέννηση της Ιεράς Εξέτασης
Οι
απαρχές του ιστορικού φαινομένου τής Ιεράς Εξετάσεως (Inquisitio sacra)
εντοπίζονται από 12ο αιώνα, όταν άρχισαν να πληθαίνουν οι περιπτώσεις
αμφισβήτησης, τόσο από μεμονωμένα άτομα όσο και από ομάδες, του επίσημου
δόγματος της Εκκλησίας στη Δύση.
Ακριβέστερα, το έτος γέννησης της
Ιεράς Εξετάσεως εντοπίζεται στα 1184, όταν ο πάπας Λούκιος Β΄ εκδίδει
εγκύκλιο, με την οποία επιφορτίζονται οι επίσκοποι να αναθέτουν σε
έμπιστους ανθρώπους του ποιμνίου τους την αποστολή να ανακαλύπτουν
«αιρετικούς» στις τάξεις του ποιμνίου τους και να τους προσάγουν στα
εκκλησιαστικά δικαστήρια. Η αποστολή αυτή θα ανατεθεί αργότερα (το 1227)
από τον πάπα Γρηγόριο Θ΄ στα μέλη των μοναχικών ταγμάτων των
φραγκισκανών, αλλά ιδιαίτερα, των δομινικανών.
Από το 1252 εισάγεται
επίσημα (με παπική βούλα του Ιννοκεντίου Δ΄) η μέθοδος της σωματικής
βασάνου από τον ιεροεξεταστή inquisitor για την απόσπαση ομολογίας από
τον κατηγορούμενο. Πολύ σύντομα ο κύκλος την υπόπτων θα διευρυνθεί και
θα περιλάβει και πρόσωπα που θεωρούνται μάγοι και μάγισσες. Έτσι η πρώτη
καταδίκη για μαγεία θα απαγγελθεί το 1264.
Σύμφωνα με υπολογισμούς, ο
αριθμός των προσώπων που καταδικάστηκαν, σε όλο το διάστημα από το 15ο
ως το 18ο αιώνα, στον δια πυράς θάνατο σαν μάγοι (κυρίως γυναίκες)
ανέρχεται στις 50 έως 80 χιλιάδες. Μια ιδιαίτερη έξαρση του φαινομένου
παρατηρείται στην Ισπανία κατά τους 15ο και 16ο αιώνες, όπου ή Ιερά
Εξέτασις, ως κρατικός θεσμός, υπηρέτησε κυρίως τις σκοπιμότητες της
κοσμικής εξουσίας.
Η Ιεραρχική
«πυραμίδα» της Ιεράς Εξέτασης, ξεκινούσε
από 2 ισόβαθμους Ανώτατους Ιεροεξεταστές,
που έδιναν αναφορά κι έπαιρναν διαταγές
κατ’ ευθείαν στον και από τον Πάπα.
Αυτοί με την σειρά τους, μετέφεραν την
διαταγή στους υπόλογούς τους Ιεροεξεταστές,
οι οποίοι αποτελούσαν ένα σώμα που
απαρτιζόταν όχι μονάχα από κληρικούς,
μα κι από αξιωματικούς και από συμβούλους.
Οι
Ιεροεξεταστές μπορούσαν να αφορίσουν
έως και Πρίγκιπες, κάτι που τους έδινε
κύρος και δύναμη. Η φήμη τους, από τις
αρχές ακόμα της ίδρυσης της Ιεράς
Εξέτασης, εξαπλώθηκε ταχύτατα, μα οι
γνώμες διέφεραν ακραία: μερικοί
Ιεροεξεταστές φημίζονταν για τις δίκαιες
αποφάσεις τους και το έλεός τους, ενώ
άλλοι έσπερναν τον τρόμο λόγω της
σκληρότητά τους
Πολύ γρήγορα η Ιερά
Εξέταση επεκτάθηκε σε βίαιες μεθόδους
προσηλυτισμού και εκδίκασης. Η αρχική
καθοδήγηση για διδασκαλία, εφαρμόστηκε
για ελάχιστο χρονικό διάστημα. Από το
1252 και μετά, έχοντας πλέον και επίσημα
την έγκριση για χρήση βασανιστηρίων
από τον Ινοκέντιο Δ’, η δράση της τέθηκε
εκτός ελέγχου και πλέον εκδικάζονταν
όχι μονάχα αιρετικοί, αλλά και αλλόθρησκοι
και «βλάσφημοι» και «μάγισσες» ακόμα
και άνθρωποι της επιστήμης.
Η πλέον
γνωστή για την σκληρότητά της, ήταν η
Ισπανική Ιερά Εξέταση, που ιδρύθηκε ως
ανεξάρτητη από την Ρωμαϊκή Ιερά Εξέταση,
το 1478 από τον βασιλιά Φερδινάρδο Ε’ και
την βασίλισσα Ισαβέλλα Α’, με παπική
άδεια.
Η
ισπανική Ιερά Εξέταση
Όλοι
σχεδόν οι μεσαιωνικοί χριστιανοί
εξαιτίας της διδασκαλίας των από της
παιδικής ηλικίας και του περιβάλλοντος,
πίστευαν ότι η Βίβλος είχε υπαγορευθεί
λέξη προς λέξη υπό του Θεού και ότι ο
Υιός του Θεού είχε απ’ ευθείας ιδρύσει
την Εκκλησία. Μ’ αυτή την βάση, φαίνεται
ως συνέπεια, ότι ο Θεός επιθυμεί να
γίνουν όλοι οι εθνικοί χριστιανοί και
ότι η ύπαρξη μη χριστιανικών πολύ
περισσότερο αντιχριστιανικών θρησκειών,
πρέπει να είναι βαριά ύβρις προς τον
Θεό.
Πιθανόν η Ισαβέλλα, η οποία ζούσε
μέσα στην ατμόσφαιρα των θεολόγων, να
συμφωνούσε με αυτές τις απόψεις. Ο
Φερδινάνδος, ο οποίος ήταν άνθρωπος του
κόσμου, πιθανόν να αμφέβαλλε για μερικές
εξ αυτών. Αλλά ήταν προφανώς πεπεισμένος,
ότι η ομοιομορφία της θρησκευτικής
πίστεως θα συνέβαλλε ώστε η Ισπανία να
διοικείται ευκολότερα και θα ήταν
ισχυρότερα για την αντιμετώπιση των
εχθρών της.
Κατόπιν αιτήσεως του και
της Ισαβέλλας, ο πάπας Σίξτος Δ’ εξέδωσε
μία βούλα (1η Νοεμβρίου 1478) μέσω της
οποίας τους επέτρεπε να ονομάσουν έξι
ιερείς, έχοντες δίπλωμα θεολογίας και
κανονικού δικαίου, δια να αποτελέσουν
ένα ιεροεξεταστικό σώμα προς Εξέταση
και τιμωρίατωναιρέσεων.
Η κυβέρνηση
θα πλήρωνε τις δαπάνες και θα εισέπραττε
το καθαρό έσοδο της Ιεράς Εξετάσεως Από
όλα τα κυβερνητικά όργανα του Φερδινάνδου,
αυτή υπήρξε το πλέον προτιμώμενο. Τα
κίνητρα του δεν ήταν κατά πρώτον λόγο
οικονομικά· ωφέλεια είχε από τις
δημευμένες περιουσίες των καταδικασθέντων,
αλλά αρνούνταν δελεαστικές δωροδοκίες
από πλούσια θύματα για να ακυρώσει τις
αποφάσεις των ιεροεξεταστών. Ο σκοπός
ήταν να ενοποιήσει την Ισπανία.
Η
δικαιοδοσία της Ιεράς Εξετάσεως
επεκτείνονταν σε όλους τους χριστιανούς
της Ισπανίας· δεν έθιγε τους μη
εκχριστιανισθέντες Εβραίους ή Μαυριτανούς.
Οι τρομοκρατίες της κατευθύνονταν κατά
των προσήλυτων εκείνων οι οποίοι ήσαν
ύποπτοι ότι επανήλθαν στον ιουδαϊσμό
ή τον μωαμεθανισμό και κατά χριστιανών
κατηγορουμένων για αίρεση.
Μέχρι του
1492 ο αβάπτιστος Εβραίος ήταν ασφαλέστερος
από τον βαπτισμένο.Οργανωμένοι σε
ομάδες, οι Ιεροεξεταστές ταξίδευαν από
χωριό σε χωριό, παραμένοντας για όσο
χρονικό διάστημα θεωρούσαν απαραίτητο.
Αρχικά ανήγγειλαν σε κεντρικό σημείο
του χωριού διαταγή να παραδοθούν
αυτόβουλα οι αιρετικοί. Όσοι παραδίνονταν
μόνοι τους, λάμβαναν έναν μήνα χάριτος
πριν δικαστούν και η καταδίκη τους ήταν
πιο ήπια, αλλά ποτέ αθωωτική.
Το επόμενο
βήμα ήταν η εξέταση των κατοίκων,
αναζητώντας αυτούς που δεν παραδόθηκαν.
Τις πρώτες πληροφορίες τις λάμβαναν
από τους κληρικούς της περιοχής, οι
οποίοι δεν ήταν πάντα συνεργάσιμοι.
Ακολουθούσε ανάκριση των κατοίκων, και
για τους εαυτούς τους αλλά και για τους
συγχωριανούς τους.
Όσοι κατηγορούνταν
από 1 συγχωριανό τους, θεωρούνταν ύποπτοι
και όσοι κατηγορούνταν από τουλάχιστον
2 συγχωριανούς τους, θεωρούνταν ένοχοι.
Στην
συνέχεια καλούνταν δημόσια οι ύποπτοι και ένοχοι να παρουσιαστούν. Όσοι
παρουσιάζονταν, φυλακίζονταν αναμένοντας την δίκη και καταδίκη τους.
Όσοι αρνούνταν να παρουσιαστούν, συλλαμβάνονταν δια της βίας. Και αυτοί
που παρουσιάζονταν μετά την κλήση και αυτοί που συλλαμβάνονταν,
ανακρίνονταν, βασανίζονταν εάν δεν ομολογούσαν αμέσως, δικάζονταν και
καταδικάζονταν πρώτοι.
Το 1/3 των υποθέσεων έφταναν στα βασανιστήρια. Οι
πλέον διαδεδομένες μορφές βασανιστηρίων ήταν το μαστίγωμα, το κάψιμο με
πυρωμένο σίδερο σε διάφορα σημεία του σώματος, ο τροχός, το κάψιμο των
ποδιών με κάρβουνα και το κρέμασμα από τους καρπούς με τα χέρια δεμένα
πίσω από την πλάτη. Τα βασανιστήρια συνεχίζονταν, μέχρι ο/η
κατηγορούμενος/η να ομολογήσει ή… να πεθάνει.
Πριν εγκαταστήσει το
δικαστήριο της σε μία πόλη, εξέδιδε προς τον λαό, από τον άμβωνα των
ενοριακών εκκλησιών, ένα «Διάταγμα Πίστεως» το όποιον απαιτούσε από
όλους εκείνους οι οποίοι γνώριζαν κάτι περί οιασδήποτε αιρέσεως να το
αποκαλύψουν εις τους Ιεροεξεταστές. Ο καθένας ενθαρρυνόταν να γίνει
καταδότης, να δώσει πληροφορίες για τους γείτονές του, τους φίλους του,
τους συγγενείς του.
Οι πληροφοριοδότες είχαν την υπόσχεση ότι θα τους
εξασφαλισθεί πλήρης μυστικότητα και προστασία. Επίσημο ανάθεμα —δηλ.
αφορισμός και κατάρα— απευθυνόταν προς όλους όσοι γνώριζαν και
απέκρυπταν τους αιρετικούς.
Εάν ένας βαπτισμένος Εβραίος εξακολουθεί να
τρέφει ελπίδες περί της ελεύσεως ενός Μεσσία· εάν τηρεί τους κανόνες
περί τροφής του Μωσαϊκού Νόμου· εάν τηρεί το Σάββατο ως ημέρα λατρείας
και αναπαύσεως ή αλλάζει τα εσώρουχά του κατά την ημέρα εκείνη εάν
εορτάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο κάποια εβραϊκή εορτή,
εάν έκανε περιτομή
στα τέκνα του ή έδινε εις κάποιο από αυτά εβραϊκό όνομα ή τα ευλογεί
χωρίς να κάνει προηγουμένως το σημείο του σταυρού· εάν προσεύχεται με
κινήσεις της κεφαλής ή αν έλεγε βιβλικό ψαλμό χωρίς να προσθέσει
δοξολογία εάν έστρεφε το πρόσωπό του προς τον τοίχο όταν πέθαινε: όλα
αυτά και άλλα παρόμοια χαρακτηρίζονταν από τους ιεροεξεταστές ως σημεία
κρυφής αιρέσεως, τα οποία έπρεπε αμέσως να αναφέρονται στο δικαστήριο.
Όταν το δικαστήριο αποφάσιζε παμψηφεί περί της ενοχής ενός προσώπου,
εξέδιδε ένταλμα συλλήψεως του. Ο κατηγορούμενος κρατείτο σε απομόνωση.
Κανένας άλλος, έκτος των οργάνων της Ιεράς Εξετάσεως, επιτρεπόταν να του
μιλήσει· κανείς συγγενής του επιτρεπόταν να τον επισκεφθεί. Συνήθως
κρατείτο σιδηροδέσμιος. Υποχρεωνόταν να φέρει κλίνη και στρώμα και να
πληρώσει όλα τα έξοδα της φυλακίσεως και της διατροφής του. Εάν δεν
διέθετε επαρκή χρήματα γι’ αυτόν το σκοπό, πωλούσε μέρος της περιουσίας
του σε δημοπρασία προς λήψη των εξόδων.
Το υπόλοιπο των υπαρχόντων του
υφίστατο κατάσχεση εκ μέρους της Ιεράς Εξετάσεως για να μην αποκρυφτεί ή
διαφύγει την δήμευση. Σε πολλές περιπτώσεις, μέρος αυτών πωλούνταν για
να συντηρηθούν τα μέλη εκείνα της οικογένειας του θύματος, τα οποία δεν
μπορούσαν να εργασθούν.
Μετά
άρχιζε το δικαστικό μέρος. Το περιβόητο Εγκόλπιο του καλού Ιεροεξεταστή
όριζε επακριβώς πως θα μιλούσε ο δικαστής (με βαρύ αυστηρό, αργό τόνο),
που θα καθόταν (σε υψηλό, μεγαλειώδες βήμα), πως θα κοίταγε τον
κατηγορούμενο (βλέμμα απλανές και αυστηρό). Αν και κατά την δίκη με
συνήγορο της αρεσκείας του Ιεροδικείου δεν απεσπάτο η ομολογία, τότε ο
ιεροεξεταστής έδινε εντολή να εισέλθει ο δήμιος.
Όταν το
συλλαμβανόμενο πρόσωπο προσαγάγονταν ενώπιον του δικαστηρίου για να
δικαστεί, το δικαστήριο, επειδή το είχε ήδη κρίνει ένοχο, του ανέθετε να
αποδείξει την αθωότητα του. Η δίκη ήταν μυστική και ο κατηγορούμενος
υποχρεωνόταν να ορκισθεί ότι ουδέποτε θα απεκάλυπτε οτιδήποτε σχετικό με
αυτήν, στην περίπτωση κατά την οποίαν θα αθωωνόταν. Κανένας μάρτυρας
δεν παρουσιαζόταν να καταθέσει εναντίον του. Οι ιεροεξεταστές
δικαιολογούσαν την μέθοδο αυτήν ως αναγκαία δια την προστασία των
πληροφοριοδοτών των.
Κατ’ αρχάς δεν ανακοινωνόταν στον εναγόμενο οι
κατηγορίες οι οποίες στρέφονταν εναντίον του· απλώς καλούνταν να
ομολογήσει τις εκτροπές του από την ορθή πίστη και λατρεία και να
αποκαλύψει όλους εκείνους τους οποίους υποπτευόταν ως αιρετικούς. Εάν η
ομολογία του ικανοποιούσε το δικαστήριο, ήταν δυνατόν να υποστεί
οποιαδήποτε ποινή εκτός του θανάτου. Εάν αρνιόταν να ομολογήσει, του
επιτρεπόταν να εκλέξει συνηγόρους για να τον υπερασπίσουν. Εν τω μεταξύ
κρατιόταν σε απομόνωση.
Σε πολλές περιπτώσεις υποβαλλόταν σε
βασανιστήρια για να του αποσπαστεί μία ομολογία. Συνήθως άφηναν μίαν
υπόθεση να αναβάλλεται επί μήνες και η απομόνωση ήταν συχνά αρκετή για
να εξασφαλίσει οιανδήποτε επιθυμητή ομολογία.
Βασανιστήρια εφαρμόζονταν
μόνον όταν η πλειοψηφία του δικαστηρίου ψήφιζε υπέρ αυτών με την
δικαιολογία ότι η ενοχή φαινόταν ως πιθανή, όχι όμως και βέβαια, μέσω
των μαρτυρικών καταθέσεων. Συχνά τα κατ’ αυτόν τον τρόπον ψηφιζόμενα
βασανιστήρια αναβάλλονταν με την ελπίδα ότι ο φόβος των θα οδηγήσει σε
ομολογία. Εν τούτοις, η ομολογία της ενοχής δεν ήταν αρκετή.
Ήταν
δυνατόν να εφαρμοσθούν βασανιστήρια για να εξαναγκασθεί ένας
κατηγορούμενος να ονομάσει τους συντρόφους του στην αίρεση ή το έγκλημα.
Κανένα όριο ηλικίας δεν μπορούσε να σώσει τα θύματα· νέες δεκατριών
ετών και γριές ογδοντάχρονες υποβάλλονταν σε βασανιστήρια.
Οι νόμοι όμως
της ισπανικής Ιεράς Εξετάσεως απαγόρευαν συνήθως τον βασανισμού
γυναικών που θήλαζαν, ή ατόμων με ασθενή καρδιά.Το βασανιστηρίου έπρεπε
να εκτείνεται τόσο ώστε να μη καθιστά το θύμα ανάπηρο και θα έπρεπε να
σταματά αμέσως, αν ο παριστάμενος γιατρός διέταζε κάτι τέτοιο. Οι
μέθοδοι ποίκιλαν κατά τόπον και χρόνο.
Ήταν δυνατόν να δένονται τα χέρια
του θύματος πίσω από την πλάτη του και να κρεμάται εξ αυτών ή να
δένεται για να ακινητοποιηθεί και κατόπιν το πότιζαν με νερό σχεδόν
μέχρι ασφυξίας· του έδεναν με σχοινιά χέρια και πόδια και κατόπιν τα
έσφιγγαν μέχρις ότου του κατάκοβαν τις σάρκες μέχρι των οστών.
Το
δικαστήριο της Ιεράς Εξετάσεως δεν ήταν μόνον κατήγορος, δικαστής και
ένορκοι. Εξέδιδε επίσης αποφάσεις επί ζητημάτων πίστεως και ηθικής και
καθόριζε μία διαβάθμιση των ποινών. Η ελαφρότερη ποινή ήταν μία
επίπληξη.
Τα «ιερά»
βασανιστήρια
Οι ανακριτικές
μέθοδοι για την απόσπαση ομολογίας
τελειοποιούνται επί πάπα Γρηγορίου του
Θ΄ (1233) και ανάγονται σε επιστήμη.
Συντάσσονται εγχειρίδια με λεπτομερείς
οδηγίες βασανιστηρίων!
Τα μαρτύρια είναι
σωματικά και ψυχικά. Οι οδηγίες αναφέρουν
πώς θα προκληθεί στο θύμα ο χειρότερος
πόνος. Συμπεριλαμβάνονται εργαλεία τα
οποία δημιουργούν κλιμάκωση του πόνου
και οι πρακτικές έχουν λεπτομερείς
περιγραφές.Οι ιεροεξεταστές, αυτό που
είχαν κατά νου ήταν και το δημόσιο θέαμα,
το οποίο και παρείχαν σε χορταστικές
δόσεις.
Οι εκτελέσεις και τα βασανιστήρια
λίγο πριν την εκτέλεση ενός καταδίκου,
γίνονταν δημόσια με το πλήθος, το οποίο
συνωστιζόταν ουρλιάζοντας κατά του
κατηγορουμένου. Ο όχλος παρακολουθούσε
γοητευμένος το θέαμα και πολλές φορές
είχε παρατηρηθεί το φαινόμενο να
διαπληκτίζονται και να γρονθοκοπούνται
για να βρουν μία καλή θέση όσο το δυνατόν
πιο κοντά στον μελλοθάνατο. Πολλοί
ποδοπατούνταν από τον συνωστισμό και
πέθαιναν εκείνη τη στιγμή.
Στην Ισπανία
ο βασανισμός διεξαγόταν από τρία πρόσωπα:
Τον ανακριτή, τον δήμιο ή βασανιστή
(executor) και τον γραμματικό (escribano).Από τα
πρακτικά που γράφτηκαν μέσα στις αίθουσες
βασανιστηρίων (και γράφονταν με την
παραμικρή λεπτομέρεια μεταφέροντας ως
και τα βογκητά και τις κραυγές του
θύματος) προκύπτει πως ο μεσαιωνικός
κλήρος μάλλον διακατεχόταν από νοσηρή
ψυχοπαθολογία, καθώς ο σαδισμός του δεν
γνώριζε όρια.
Ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν
αιρετικοί, «οι άγιοι του Θεού»
διακατεχόμενοι από χριστιανικό ζήλο,
εφευρίσκουν αιτίες για να εξοντώσουν
αθώα θύματα.Υπάρχει ένα ανατριχιαστικό
κείμενο μεταξύ των χιλιάδων, που
αναφέρεται στον βασανισμό μιας γυναίκας.
Η κατηγορία δεν είναι ούτε μαγεία, ούτε
αίρεση. Η Maria Rodriquez είναι απλώς και μόνον
ύποπτη για κλοπή.
Γράφουν
τα πρακτικά:
Πράξις βασανισμού…
Μαδρίτη
30 Ιουλίου 1648. Ενώπιον του Εξοχοτάτου
εμποροδικαστού Mathias de Cavezo y Belasco, εμού
του γραμματέως και του Isidoro Ortiz οργάνου
της δικαιοσύνης με το potro (εργαλείο
βασανισμού, ένα είδος οδοντωτού τροχού
που συνδυαζόταν με φαρδείς ιμάντες οι
οποίοι καταλλήλως προσδενόμενοι στο
θύμα, λειτουργούσαν ως αιμοστατικοί
επίδεσμοι σταματώντας την κυκλοφορία
του αίματος.) και τα σκοινιά (cordeles),
ενεφανίσθησαν εις την αίθουσα βασανιστηρίων
η Maria Rodriquez η οποία κρατείται με την ως
άνω κατηγορία.
Εκλήθη υπό του Εξοχοτάτου
να ορκισθή συμφώνως τω νόμω. Συμμορφωθείσα
υπεσχέθη ότι θα είπη την αλήθειαν.
Εγνωστοποιήθη εις αυτήν πως εάν αποκρύψει
την αλήθειαν θα υποβληθεί εις
βασανιστήρια.Αρχίζει τυπικά η ανάκριση
η οποία γρήγορα περνά από τη μία φάση
βασανισμού στην άλλη.
Κύριο μέλημα των
ιεροεξεταστών η διασφάλιση της…δικονομικής
νομιμότητας!
Για τούτο ο γραμματέας
δηλώνει στα γραφόμενά του:
Ο Εξοχότατος
την κάλεσε για πρώτη φορά να καταθέσει
τι ακριβώς συνέβη και την προειδοποίησε
ότι εάν κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων,
σπάσει κανένα πόδι ή χέρι, ή της βγει το
μάτι, ή αν πεθάνει, το λάθος θα είναι όλο
δικό της και όχι του Εξοχοτάτου και την
ξανακάλεσε να πει την αλήθεια.
Εκείνη
απάντησε πως ισχύουν όσα έχει καταθέσει
αρχικά. Έπειτα ο Εξοχότατος πρόσταξε
τον χειριστή να τη γδύσει και να την
δέσει στο μηχάνημα βασανισμού κρεμασμένη
στους γάντζους. Τότε την κάλεσε για
δεύτερη φορά, να πει την αλήθεια κι
εκείνη επανέλαβε τα ίδια.
Ότι δεν ξέρει
τίποτα παραπάνω απ’ όσα έχει καταθέσει.Και
ο Εξοχότατος πρόσταξε τον χειριστή να
τακτοποιήσει τα σχοινιά για το σφίξιμο
των μπράτσων…ο σενιόρ δικαστής, πρόσταξε
τον χειριστή να αρχίσει την πρώτη φάση
της μανκέρδα (manquerda), το σφίξιμο των
μπράτσων με σκοινιά κι εκείνος άρχισε
το βασανιστήριο εφαρμόζοντας την πρώτη
μανκέρδα στις τρεις και μισή το πρωί
περίπου.
Η φτωχή γυναίκα αρχίζει να
ουρλιάζει από τον πόνο. Οι βασανιστές
συνεχίζουν το έργο τους. Αυτή αρνείται
τα πάντα, δηλώνει κάθε φορά αθώα, παρά
τους αφόρητους πόνους, αλλά οι ιεροεξεταστές
επιμένουν σε μια απόσπαση ομολογίας
της ενοχής της (και επαναλαμβάνω πως η
γυναίκα είναι απλώς ύποπτη κλοπής, ούτε
καν συνελήφθη να κλέβει).Η αγωνία της
κλιμακώνεται όπως και τα βασανιστήρια.
Ο χειριστής έχει φτάσει στην τέταρτη
μανκέρδα.Αυτό το βασανιστήριο που άρχισε
να εφαρμόζεται κατά τη γέννηση της Ιεράς
Εξέτασης και συνεχίστηκε μέχρι τον ΙΗ΄
αιώνα γινόταν με σφίξιμο των μηρών και
των μπράτσων του κατηγορουμένου με
σκοινιά, που τα αποκαλούσαν cordeles ή
garrotes.Το θύμα ήταν ανυψωμένο και κρεμασμένο
σε ένα γάντζο.
Το σφίξιμο γινόταν από
το έδαφος με μηχανικό μέσον, με κοχλιωτό
άξονα του οποίου η περιστροφή έκανε τα
σχοινιά να τυλίγονται και να μπαίνουν
στη σάρκα του θύματος προκαλώντας
αφόρητους πόνους αλλά και συμφόρηση
του αίματος. Πολλές φορές τα σχοινιά τα
έβρεχαν κι έτσι σφιχτά καθώς ήταν
έμπαιναν στη σάρκα σχίζοντάς την,
σακατεύοντας τα νεύρα.
Η δύστυχη Maria
Rodriquez βασανίστηκε σε σημείο που τα νεύρα
της καταστράφηκαν ολοσχερώς και τα
κόκκαλά της από την στρέβλωση και την
πίεση των σχοινιών, βγήκαν έξω από το
δέρμα. Αιμορραγούσε μέχρι θανάτου οπότε
και οι βασανιστές πείστηκαν να σταματήσουν
για λίγο, διότι η πρακτική ήταν να μην
πεθάνει το θύμα και να μην πληγούν βασικά
ζωτικά όργανα ώστε να παραταθεί το
μαρτύριο επί ώρες ή μέρες ή εβδομάδες
– ουσιαστικά δηλαδή όσο αντέξει ο
κατηγορούμενος.
Η Maria Rodriquez μπήκε σε μία
κατάσταση μη αναστρέψιμη, από την οποία
δεν θα έβγαινε ποτέ ούτε θα γιατρευόταν.
Οι
δράστες για απόπειρα δολοφονίας του βασιλιά, ή για βασιλοκτονία είχαν
ανήκουστη τύχη. Μετά τη σύλληψή τους, περνούσε μία όσο το δυνατόν μακρά
περίοδος βασανιστηρίων. Ο ένοχος έπρεπε να ακρωτηριάζεται πάρα πολύ αργά
και οδυνηρά. Απέκοπταν με τανάλιες κομμάτια κρέατος από τους μηρούς, το
στήθος, την κοιλιά ή τα μπράτσα του.
Κατόπιν έχυναν πάνω στις οπές των
πληγών καυτό λιωμένο μολύβι. Διαδοχικά κατακρεουργούσαν τον
κατηγορούμενο, αποκόπτοντας πρώτα το χέρι που διέπραξε τον φόνο, από τον
καρπό και το πετούσαν μπροστά στα μάτια του θύματος μέσα σε φωτιά που
έκαιγε. Ακολουθούσε αποκοπή γλώσσας ή εξόρυξη οφθαλμών. Τέλος,
εκτελούσαν την καταδικαστική απόφαση με θανάτωση του ενόχου.
Υπογραφόταν
η διαταγή με τον τρόπο, το χρόνο και την τοποθεσία που θα λάβαινε χώρα η
εκτέλεση και το έγγραφο παραδιδόταν στον δήμιο. Το περίεργο είναι όμως
πως παρ’ όλ’ αυτά, ο δήμιος, αν και «θεάρεστο» έργο επιτελών, ήταν
κατάπτυστος.
Το σφραγισμένο έγγραφο με την εντολή για εκτέλεση του
καταδίκου, δεν το παρέδιδαν ποτέ στα χέρια του ούτε το άφηναν πάνω σε
τραπέζι, αλλά το πετούσαν με αποστροφή κατά γης. Η ποινή του θανάτου
ήταν συνήθως ο τετραχισμός. Τίποτε φρικτότερο δεν έχει εφεύρει η
ανθρώπινη θηριωδία.
Κατά τον τετραχισμό, έδεναν κάθε ένα από τα τέσσερα
άκρα του θύματος (χέρια, πόδια), σε τέσσερα διαφορετικά άλογα. Με το
παράγγελμα του δήμιου οι ίπποι μαστιγώνονταν και έτρεχαν ξέφρενα προς
τέσσερις διαφορετικές κατευθύνσεις. Έτσι ο κατάδικος διαμελιζόταν με τον
φρικτότερο τρόπο. Η πρακτική αυτή ήταν πολύ της μόδας στη
Γαλλία.
Θηριωδίες διαπράττονταν από κάθε θρησκευτική πλευρά. Οι
Προτεστάντες, ακινητοποιούσαν ξαπλώνοντας ανάσκελα τον «κακό αιρετικό»,
τον έγδυναν και πάνω στη γυμνή του κοιλιά έβαζαν μία χάλκινη φαρδειά
λεκάνη. Μεταξύ κοιλιάς και λεκάνης, παγίδευαν μια νυφίτσα.
Κατόπιν
έπαιρναν πυρωμένα κάρβουνα και τα τοποθετούσαν πάνω στην
αναποδογυρισμένη λεκάνη. Το ζώο τρελαμένο, αγρίευε και πασχίζοντας να
ξεφύγει για να γλιτώσει από τον πυρωμένο κλοιό, κατασπάραζε τον άνθρωπο
από κάτω του, τρυπώνοντας στα σπλάχνα του για να σωθεί.
Οι δε Καθολικοί,
άνοιγαν την κοιλιά των Προτεσταντών, φροντίζοντας όμως το θύμα να
παραμείνει ζωντανό και να μην πεθάνει. Γέμιζαν την κοιλιά του με
κριθάρι, κι έφερναν πεινασμένα άλογα να βοσκήσουν μέσα εκεί…
Σε κάθε
περίπτωση, οι τρόποι βασανισμού που χρησιμοποιούν οι Ιεροεξεταστές και
εφαρμόζουν στο θύμα, εμφανίζουν όλη την κλινική εικόνα της
ψυχοπαθολογίας των ανθρώπων του Θεού. Σαφώς και δεν εξυπηρέτησαν ποτέ
ανακριτικούς σκοπούς. Σαφέστατα διακρίνεται εδώ κάθε είδους διαστροφή,
κάθε ικανοποίηση θηριωδίας και κάθε σαδιστική τάση.
Η πρόοδος της Ιεράς Εξέτασης: 1480- 1516
Οι
πρώτοι ιεροεξεταστές διορίστηκαν από τον Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα
τον Σεπτέμβριο του 1480 για την περιοχή της Σεβίλλης. Το 1483, κατόπιν
αιτήσεως του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας, ο πάπας Σίξτος Δ’ διόρισε
ένα Δομινικανό μονάχο, του Θωμά ντε Τορκουεμάδα, γενικό ιεροεξεταστή για
ολόκληρη την Ισπανία. Αυτός ήταν ένας ειλικρινής και αδέκαστος
φανατικός, που περιφρονούσε την πολυτέλεια, εργαζόμενος πυρετωδώς και
χάρηκε για την ευκαιρία, η οποία του δίνονταν να υπηρετήσει τον Χριστό
καταδιώκοντας τις αιρέσεις.
Επέπληξε τους ιεροεξεταστές για την
«επιείκεια» που έδειχναν, ακύρωσε πολλές αθωώσεις και απαίτησε όπως οι
ραβίνοι του Τολέδου, την θανατική ποινή, για όλους τους ιουδαΐζοντες
προσηλύτους. Υπό την πίεσή του, η Ιερά Εξέταση στην Θιουδάδ Ρεάλ έκαψε
εντός δύο ετών (1483-84) πενήντα δύο πρόσωπα, δήμευσε τις περιουσίες 220
φυγάδων και τιμώρησε 183 μετανοημένους.
Οι ιεροεξεταστές μετέφεραν την
έδρα τους στο Τολέδο, συνέλαβαν εντός ενός έτους 750 βαπτισθέντες
Εβραίους, δήμευσαν το ένα πέμπτο των περιουσιών των και τους καταδίκασαν
να βαδίσουν σε πομπές μετανοίας επί έξι Παρασκευές, αυτομαστιγούμενοι
με σχοινιά από κάνναβη. Πώς έβλεπαν οι Πάπες την χρησιμοποίηση αυτή της
Ιεράς Εξετάσεως ως οργάνου του κράτους;
Αναμφίβολα αγανακτούσαν κατά
του κοσμικού ελέγχου, κινούμενοι προφανώς από ανθρωπιστικά αισθήματα και
ουδόλως αναίσθητοι προς τα μεγάλα ποσά τα όποια πληρώνονταν γι’
απαλλαγές από τις καταδικαστικές αποφάσεις της Ιεράς Εξετάσεως, πολλοί
Πάπες επιχείρησαν να περιορίσουν τις υπερβολές της και παρείχαν σε
διάφορες περιστάσεις, προστασία στα θύματα της. Το 1482 ο Σίξτος Δ’
εξέδωσε μία βούλα, η οποία αν εφαρμόζονταν, θα μπορούσε να θέση τέρμα
στην Ιερά Εξέταση στην Αραγώνα.
Διαμαρτύρονταν ότι οι ιεροεξεταστές
έδειχναν περισσότερη επιθυμία για τον χρυσό παρά ζήλο για την θρησκεία,
ότι είχαν φυλακίσει, βασανίσει και κάψει πιστούς χριστιανούς βάσει της
αμφιβόλου μαρτυρίας εχθρών των ή δούλων... Κατά ποιον τρόπον ο λαός της
Ισπανίας αντέδρασε στην Ιερά Εξέταση; Οι ανώτερες τάξεις και η μορφωμένη
μειονότητα αντιτάχθηκαν πολύ χαλαρά κατ’ αυτής· ο χριστιανικός όχλος
συνήθως συμφωνούσε με αυτήν.
Τα πλήθη,έδειχναν πολύ λίγη συμπάθεια,
συχνά ενεργή εχθρότητα, προς τα θύματα, σε μερικά μέρη επιχείρησαν να τα
δολοφονήσουν από φόβο μήπως η ομολογία θα τους επέτρεπε να διαφύγουν
την πυρά. Οι χριστιανοί συνέρρεαν στις δημοπρασίες για να αγοράσουν τα
δημευθέντα αγαθά των καταδικασθέντων.
Σε ποιον αριθμό ανήλθαν τα θύματα;
Ο
Λιορέντε υπολόγισε από το 1480 ως το 1488, 8.800 πυρπολημένους, 96.494
τιμωρηθέντες· από το 1480 ως το 1808, 31.912 πυρπολημένους, 291.450
τιμωρηθέντες με βαριές ποινές. Οι αριθμοί αυτοί είναι κατά τα πλείστον
υποθετικοί και τώρα έχουν γενικώς απορριφθεί από προτεστάντες ιστορικούς
ως υπερβολές.
Ένας καθολικός ιστορικός υπολογίζει 2.000 τις καύσεις
μεταξύ 1480 και 1504 και 2.000 ακόμη μέχρι το 1758. Ο γραμματέας της
Ισαβέλλας Ερνάνδο ντε Πουλγκάρ, υπολόγισε σε 2.000 τις καύσεις προ του
1490. Ο Χουρίτα, γραμματέας της Ιεράς Εξετάσεως, καυχήθηκε, ότι μόνο
στην Σεβίλλη κάηκαν 4.000. Υπήρχαν θύματα, φυσικά, στις περισσότερες των
Ισπανικών πόλεων, ακόμη και στις ισπανικές κτήσεις, όπως σι Βαλεαρίδες,
η Σαρδηνία, η Σικελία, οι Κάτω Χώρες, η Αμερική.
Πέτυχε η Ιερά Εξέταση;
Ναι,
πέτυχε τον δηλωθέντα σκοπό της, να απαλλάξει την Ισπανία από την φανερή
αίρεση. Η ιδέα, ότι η καταδίωξη των δοξασιών είναι πάντοτε άνευ
αποτελέσματος, είναι πλάνη. Σύντριψε τους Αλβιγηνούς και τους Ουγενότους
στην Γαλλία, τους καθολικούς στην ελισαβετιανή Αγγλία, τους χριστιανούς
στην Ιαπωνία.
Εξαφάνισε κατά τον δέκατο έκτο αιώνα τις μικρές ομάδας,
οι οποίες ευνοούσαν τον προτεσταντισμό στην Ισπανία. Αντιθέτως, πιθανόν
να ενίσχυσε τον προτεσταντισμό στην Γερμανία, την Σκανδιναβία και την
Αγγλία, αναπτύσσοντας στους λαούς των ένα ζωηρό φόβο περί του τι
μπορούσε να συμβεί σ’ αυτούς αν επανερχόταν ο ρωμαιοκαθολικισμός.
Είναι
δύσκολο να πει κανείς ποια συμμετοχή είχε η Ιερά Εξέταση στον
τερματισμό της λαμπρής περιόδου της ισπανικής ιστορίας από του Κολόμβου
μέχρι του Βελάσκεθ (1492—1660). Το κορύφωμα της εποχής αυτής συμπίπτει
με τον Θερβάντες (1547—1616) και τον Λόπε ντε Βέγκα (1562—1635), αφού η
Ιερά Εξέταση είχε ήδη ανθήσει στην Ισπανία επί εκατό έτη.
Η Ιερά Εξέταση
υπήρξε αποτέλεσμα όπως και αιτία, του εντόνου αποκλειστικού
καθολικισμού του ισπανικού λάου και αυτή η θρησκευτική διάθεση είχε
αναπτυχθεί κατά την διάρκεια αιώνων πάλης εναντίον των «απίστων»
Μαυριτανών.
Η εξάντληση της Ισπανίας από τους πολέμους του Καρόλου Ε’
και του Φιλίππου Β’ και η εξασθένιση της Ισπανικής οικονομίας από τις
βρετανικός νίκες στην θάλασσα και από την εμπορική πολιτική της
ισπανικής κυβερνήσεως, πιθανόν να έπαιξαν μεγαλύτερο ρόλο στην παρακμή
της Ισπανίας παρά η τρομοκρατία της Ιεράς Εξετάσεως
https://theatrecomments.weebly.com/
theologos vasiliadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου