Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Η Εκκλησιαστική Περιουσία και η Μισθοδοσία του Κλήρου στη Νεότερη Ελλάδα

 

Η Εκκλησιαστική Περιουσία και η Μισθοδοσία του Κλήρου στη Νεότερη Ελλάδα

 

 Η εκκλησιαστική περιουσία στην Ελλάδα είναι μια ιδιαίτερα πονεμένη ιστορία που κρατάει από τις απαρχές του Ελληνικού Κράτους στις αρχές του 1830 μέχρι σήμερα και εμπλέκεται και με την μισθοδοσία των κληρικών από τον κρατικό κορβανά.

 

Παραδόξως, αν και το ζήτημα είναι και ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αλλά και ιδιαιτέρως σημαντικό, εγώ προσωπικά ελάχιστα άρθρα για το θέμα που να περιέχουν ουσιαστικές πληροφορίες. Όλα αυτά τα άρθρα θα τα βρείτε στις πηγές στο τέλος του άρθρου και είναι ελάχιστα. Σημαντικό είναι να αναφέρω πως οι περισσότερες αναφορές στο θέμα είναι απλά ένα τεράστιο σπασμένο τηλέφωνο, όπου όλοι αντιγράφουν τα 3-4 αυτά βασικά άρθρα, μεταφέρουν σφάλματα ο ένας από τον άλλο και τα μεταδίδουν στον επόμενο τσαπατσούλη διαδικτυακό συγγραφέα ή “δημοσιογράφο” που θέλει να εκμεταλλευτεί το κλίμα των ημερών για μερικά κλικ.

 

Για τους θρησκευόμενους αναγνώστες που θα πέσουν σε αυτό το άρθρο θα ήθελα να τους ενημερώσω πως μπορεί να είμαι άθεος, αλλά με αυτή τη δουλειά εδώ πέρα προσπάθησα να απομονώσω τα στοιχεία από τις εμπάθειες εκατέρωθεν, την προπαγάνδα και τους περιττούς συναισθηματισμούς. Γράφω μεν κι εγώ την άποψή μου, αλλά στο τέλος και ξέχωρα. Όλα τα ενδιάμεσα είναι στοιχεία κυρίως από ΦΕΚ, πίνακες από διάφορες έγγραφες πηγές και για την πρώτη περίοδο του Ελληνικού Κράτους από βιβλία και μαρτυρίες της εποχής. 

 

Τα ΦΕΚ θα τα βρείτε όλα αποθηκευμένα εδώ στο ιστολόγιό μου, τοπικά, αλλά έχω συμπεριλάβει όλες τις πληροφορίες (όχι μόνο αριθμό νόμου) για να μπορέσετε να τα βρείτε και μόνοι σας στο Εθνικό Τυπογραφείο, όπου υπάρχουν όλα τα ΦΕΚ σκαναρισμένα από το πρώτο κιόλας το 1833.

 

Κάποια από τα στοιχεία εδώ τα έχω συλλέξει εδώ και αρκετά χρόνια, αλλά δεν είχα καταπιαστεί να τα συγκεντρώσω σε μορφή άρθρου. Άλλα τα βρήκα μέσα στο τελευταίο έτος. Το ζήτημα είναι τόσο μπλεγμένο που το ξέμπλεγμα του κουβαριού είναι δύσκολο, αλλά φέτος κατάφερα και βρήκα και κάποιες πηγές που άρχισαν να το ξεμπερδεύουν περαιτέρω.

 

Επίσης να σημειώσω πως λόγω της έκτασης της εργασίας είναι αναπόφευκτο το ότι κάποια σφάλματα και παροράματα θα έχουν περάσει στο κείμενο. Θα τα διορθώνω καθώς θα τα βρίσκω.

 

Θέλω να ευχαριστήσω τον egore που με έπρηζε σχεδόν σε κάθε συγκέντρωση για καφέ της Ένωσης Αθέων να τα παρουσιάσω. Καλή ανάγνωση (και καλό κουράγιο)!

 

Πόθεν έσχεν η Εκκλησία;

Αυτό είναι σχετικά απλό ζήτημα, αλλά θα το αναφέρω για σαφήνεια: αυτοκρατορικές χορηγίες, τουρκικές χορηγίες*, κρατικές χορηγίες, κληροδοτήματα, μεταβιβάσεις και εκμετάλλευση της υπάρχουσας περιουσίας.

 

Οι πρώτες κρατικές επιχορηγήσεις ξεκινάν επί Βυζαντίου και η ιστορία συνεχίζει επί Τουρκοκρατίας κυρίως με κληροδοτήματα, καθώς η Εκκλησία παρείχε μια ασφάλεια για την περιουσία των περιοίκων. Τόσο επί Βυζαντίου, όσο και επί Τουρκοκρατίας η πολιτεία δεν έθιγε εκκλησιαστικά κτήματα (η κινητή περιουσία ήταν άλλο ζήτημα). 

 

Δεν θα αναπτύξω το ζήτημα εδώ, καθώς θέλει ολόκληρο άρθρο, αλλά η συνέχεια του κράτους κατάστησε αμφότερα τα βυζαντινά και τα τουρκικά έγγραφα έγκυρα (αν και η απόδειξη γνησιότητας ήταν και είναι ένα πονεμένο ζήτημα), τουλάχιστον για την έκδοση νέων τίτλων ιδιοκτησίας. Στη σύγχρονη Ελλάδα πάντως οι χορηγίες γης σταματούν (και το φαινόμενο αντιστρέφεται).

 

Τα κληροδοτήματα πρέπει να ήταν η πρώτη πηγή γαιών για την Εκκλησία, προτού καν γίνει επίσημη θρησκεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και αποτελεί την ουσιαστική πηγή νέων γαιών ακόμη και σήμερα. Ομολογουμένως υπάρχουν ενστάσεις για τον τρόπο απόκτησης (π.χ. υπάρχουν συχνές κατηγορίες για εκμετάλλευση ηλικιωμένων σε εκκλησιαστικούς οίκους ευγηρίας) αλλά δεν νομίζω να υπάρχουν αντιρρήσεις ως προς την εν γένει νομιμότητα αυτού του είδους συναλλαγής. 

 

Σε αυτή την κατηγορία ενδεχομένως να μπορούμε να βάλουμε και την περιουσία εκείνων που αποφασίζουν να γίνουν μοναχοί και μεταβιβάζουν οικειοθελώς την περιουσία τους στην εκάστοτε μονή (αν και εδώ υπάρχουν συχνά-πυκνά κατηγορίες για ψυχολογική εκμετάλλευση κ.λπ.). Οι συναλλαγές πάντως αυτές είναι εν γένει νόμιμες, όπως είπαμε.

 

Τέλος, ως νομικό πρόσωπο η Εκκλησία ήταν ανέκαθεν και είναι σε θέση να συναλλάσσεται οικονομικά με ιδιώτες για την πώληση, αγορά και ενοικίαση οικοπέδων και αγροτεμαχίων και εν γένει να εκμεταλλεύεται την περιουσία της.

 

Αυτά τα ολίγα για τις πηγές της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ας περάσουμε τώρα στο ψητό και ξεκινάμε με την ιστορία των δημεύσεων της εκκλησιαστικής περιουσίας από το Δημόσιο.

 


Επειδή κάπου είδα κάποιον σε κάποια ιστοσελίδα (δε θυμάμαι λεπτομέρειες)να διαμαρτύρεται πως οι Τούρκοι ουδέποτε έδιναν γαίες σε μοναστήρια με φιρμάνια και ζητούσε αποδείξεις ότι αυτό συνέβαινε, είναι γεγονός πως το να βρεις φιρμάνι, να το μεταφράσεις και να το παρουσιάσεις είναι δύσκολο έως αδύνατο. Πάντως υπάρχει έμμεση παραδοχή για το ζήτημα από το Ελληνικό Κράτος πως η Εκκλησία είχε φιρμάνια ως τίτλους ιδιοκτησίας, όπως φαίνεται στο Ν.Δ.327/1947 αρ.2§3

 

Το ίδιο υποστηρίζει και ο Λεκκός στο άρθρο του.



Η ιστορία του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους ξεκινά το 1827 με την αναγνώριση της Ελληνικής Πολιτείας από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την περίοδο διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια, αλλά σοβαρές παρεμβάσεις στα εκκλησιαστικά δεν έγιναν παρά μόνο μετά την έλευση του Όθωνα και της βαυαρικής Αντιβασιλείας το 1833.

 

Ενδιαφέρον για την εκκλησιαστική περιουσία πάντως υπήρχε πριν καν ο Όθωνας πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα. Έτσι, για παράδειγμα, στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους, στο 11ο ψήφισμα (σελ.126-127) διαβάζουμε:

 

Γ΄. Ἡ Κυβέρνησις θέλει συστήσει γαζοφυλάκιον ὑπὸ τὴν ἰδίαν τῆς ἄμεσον διεύθυσιν, εἰς τὸ ὁποῖον θέλει ἀποτίθεσθαι ἀπὸ τῶν κληροδωσιὼν καὶ τὰ ἀπὸ τῶν ἱερῶν καταστημάτων συλλεγόμενα χρήματα (Ἄρθ.ἃ΄ καὶ β΄) προσδιωρισμένα εἰς βελτίωσιν τοῦ ἱερατείου, εἰς προικισμὸν τοῦ Ὀρφανοτροφείου, εἰς ὑποστήριξιν τῶν ἀλληλοδιδακτικῶν σχολείοων, σχολείων τυπικῶν, σχολείων ἀνωτέρας τάξεως διὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς πολιτικούς, ἢ διὰ τοὺς ἀφιερωθησόμενους εἰς τὴν σπουδὴν τῶν τε ἐπιστημῶν, τῶν τεχνῶν καὶ τῆς φιλολογίας, καὶ εἰς σύστασιν δημοσίων τυπογραφιών.

Η βασική λογική είναι όμοια με εκείνη του Εκκλησιαστικού Ταμείου, αλλά ο Όθωνας είχε μια κάπως διαφορετική άποψη ως προς την εφαρμογή των αποφασισθέντων αυτών.

 

Η Βασιλεία του Όθωνα

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η βασιλεία του Όθωνα σηματοδοτεί την απαρχή του σύγχρονου Ελληνικού κράτους και της πονεμένης σχέσης που θα είχε με την Εκκλησία. Είναι βέβαιο πως ο Όθωνας και οι σύμβουλοί του είχαν υπ’όψιν τους τόσο τη μεγάλη περιουσία που διέθετε η Εκκλησία στο νεοσύστατο ελληνικό κρατίδιο και της δύναμης που κατείχε, τόσο σε πνευματικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν, που μια από τις πρώτες κινήσεις που έκανε ήταν να επιτεθεί στη μοναστηριακή περιουσία. Παράλληλα δημιουργήθηκε ένα 5μελές εκκλησιαστικό συμβούλιο διορισμένο από την ίδια την Αντιβασιλεία και δρομολογήθηκε η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος.

 

Τα ΦΕΚ από εκείνη την περίοδο είναι ιδιαίτερα φειδωλά και δεν περιλαμβάνουν όπως σήμερα όλες τις νομοθετικές πράξεις, οπότε η δυνατότητα ελέγχου των στοιχείων είναι περιορισμένη. Πλούσια ιστορικά στοιχεία περιλαμβάνει το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο “Ορθοδοξία και Δύση στη Σύγχρονη Ελλάδα” του Χρήστου Γιανναρά και αν αγνοήσει κανείς την φορτισμένη γλώσσα του κειμένου, δεν έχω βρει σοβαρή αντίρρηση στα απολύτως βασικά ιστορικά γεγονότα.

 


Θεόκλητος Φαρμακίδης
Γραμματέας της πρώτης Ιεράς Συνόδου και θιασώτης της αυτοκέφαλης Ελληνικής Εκκλησίας 

 

Στο ΦΕΚ 11/31.03.1833 διατάσσεται η ίδρυση Εκκλησιαστικού Συμβουλίου για την οργάνωση της νεοσύστατης Εκκλησίας της Ελλάδος, με γνωστότερο μέλος της τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, που ήταν και Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Το ΦΕΚ 14/13.04.1833 ιδρύει πρακτικά το Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων (ως Γραμματεία Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως) και ορίζει τις αρμοδιότητές του.

 

Μετά την οργάνωση του θεσμικού πλαισίου, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο ξεκίνησε απογραφή της μοναστηριακής κατάστασης της χώρας. Την 25.09.1833 η Αντιβασιλεία έβγαλε βασιλικό διάταγμα που όριζε το κλείσιμο των πρακτικά εγκαταλελειμμένων μονών, βάσει καταλόγου που είχε δημιουργήσει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο. Το διάταγμα δεν είναι δημοσιευμένο σε ΦΕΚ, αλλά το βρήκα σε ιστοσελίδα. Πλούσιο παράρτημα με έγγραφα της εποχής υπάρχει και στο βιβλίο “Τα μοναστήρια της Ελλάδος” του Σ. Κοκκίνη.

 

Βασιλικό Διάταγμα
25.09.1833


OΘΩΝ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

Ἐπί τή προτάσει τοῦ ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς Παιδείας Γραμματέως Ἡμῶν 28 Αὐγούστου (9 7μβρίου) 1833, περί φορολογίας καί μισθώσεως τῶν μοναστηριακῶν, διατάττομεν.
Α΄. Κατά τήν ἀναφοράν τῆς Συνόδου, ὅλα τά ἐγκαταλελειμμένα ἤδη καί ἔρημα μοναστήρια καί μοναστηριακά κτήματα θέλουν εἰσοδεύεσθαι ἀπό τοῦ νῦν διά τῶν Γενικῶν Ἐφόρων εἰς λογαριασμόν τοῦ δημοσίου καί πρός τήν σκοπουμένην βελτίωσιν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς Παιδείας.
Β΄. Ὑπό τήν αὐτήν κατηγορίαν ὑπάγονται καί τά ἐν τῷ ὑπό γράμμα Β καταλόγῳ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου σημειούμενα μοναστήρια, ἐν οἶς ὀλίγοι τινές μονάζουν ἀκόμη καί νῦν, ὄχι πλέον τῶν 6 μοναχῶν, ἀφοῦ οὗτοι μετατεθῶσιν εἰς ἄλλα μοναστήρια.
Γ΄. Πρός τοῦτο θέλουν προσκληθῇ οἱ Νομάρχαι νά ἀναφέρωσιν εἰς ποιόν τῶν διατηρουμένων μοναστηρίων ἐπιθυμοῦν νά μετατεθοῦν οἱ μοναχοί οὗτοι, κατά τήν ἀναφοράν τούτων ἡ Γραμματεία συνεννοηθεῖσα μετά τῆς Συνόδου, θέλει ἐνεργήσει, ὅσον ἔνεστι τάχιον καί καταλληλότερον, τήν ποθουμένην ἑνός ἑκάστου μετάθεσιν.
Δ΄. Ὅλων τούτων τῶν μοναστηριακῶν (κτημάτων) καί τῶν αὐτοῖς προσανηκόντων δικαιωμάτων καί κινητῶν θέλουν ἐκτεθῇ καί διευθυνθῇ εἰς τήν Γραμματείαν ἀκριβεῖς περιγραφικοί κατάλογοι μετά περιληπτικῶν ἀναφορῶν περί τῆς ἐπωφελεστέρας χρήσεως τῶν, ἀλλ’ ἄνευ τινός ἀναβολῆς πρέπει νά διαταχθῆ ἡ ἀπόπειρα τῆς ἐπί ὠρισμένῳ χρόνῳ μισθώσεως περί τήν διαρρήδην ἐπιφύλαξιν τοῦ δικαιώματος τῆς ἀνωτάτης ἐγκρίσεως, πρός ἐπιτυχίαν τῆς ὁποίας πρέπει νά τεθῶσιν ὑπ’ ὄψιν αἱ ἀπό τούς ὑπαλλήλους Ἀρχάς γενόμεναι διαπραγματεύσεις.
Ε΄. Αἱ περί τῆς μισθώσεως αὐτῆς συνθέσεις θέλουν ἀφεθῇ κατ’ ἀνάγκην εἰς τάς ἐξωτερικᾶς Ἀρχάς (τούς Νομάρχας), ἐπειδή οὔτε τό ποσόν καί ποιόν τῶν πραγμάτων τούτων, οὔτε αἱ τοπικαί σχέσεις εἰν’ ἀκριβῶς γνωστά, οὐδ’ ἐκ τῶν προκειμένων πρακτικῶν δυνατόν νά ἐξακριβωθοῦν· ἀλλ’ ἐν τούτοις δέν πρέπει νά παραμεληθῇ ἡ διά σχετικῶν ἀξιοχρέων ἐγγυήσεων ἐκ μέρους τῶν μισθωτῶν ἐξασφάλισις τοῦ δημοσίου, καθ’ ὅσον οἱ μισθωταί οὗτοι δέν εἶναι ἱκανῶς γνωστά, μ’ ὅλα τά δικανικά χαρακτηριστικά ἐφοδιασμένα, ὑποκείμενα.
ΣΤ΄. Ὡς πρός τήν μίσθωσιν τῶν μοναστηρίων (ὑπό ἀριθ. 2), ἐν οἶς μονάζουσι κατά τό παρόν ὀλίγοι τινές ἀκόμη μοναχοί, θέλουν προτιμηθῆ αὐτοί τοῦτοι ὡς μισθωταί, καί ἀφεθῆ ὡς τοιοῦτοι εἰς τήν κάρπωσιν τῶν μοναστηριακῶν, ἐάν τυχόν δέν προκρίνουν, ὡς ἀνωτέρω ἐρρέθη, νά μεταβῶσιν εἰς ἀλλά διατηρητέα μοναστήρια…
Ζ΄. Ὅλων τούτων τῶν προϊόντων (φόρων) ἡ εἴσπραξις θέλει ἀφεθῇ καταλλήλως εἰς τούς Νομάρχας δί’ ὧν θέλουν ἀποστέλλεσθαι εἰς τό ταμεῖον τῆς Ἐπικρατείας, τό ὁποῖον θέλη κρατεῖ ἰδιαίτερον περί τούτου λογαριασμόν

Θ΄. Ἡ διαχείρισις τῶν πρός βελτίωσιν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί σχολείων προσδιορισμένων τούτων εἰσοδημάτων ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἰς τήν Ἡμετέραν ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς Παιδείας Γραμματείαν.

 

 

Ἐν Ναυπλίῳ τῇ 25 Σεπτεμβρίου (7 Ὀκτωβρίου) 1833
Ἐν ὀνόματι τοῦ Βασιλέως
Ἡ ἀντιβασιλεία
ΑΡΜΑΝΣΠΕΡΓ, ΜΑΟΥΡΕΡ, ΕΪΔΕΚ

 

 

Στα τέλη του ιδίου έτους βγαίνει εγκύκλιος του Υπουργείου Εκκλησιαστικών για τη διαδικασία κλεισίματος των εγκαταλελειμμένων μοναστηριών και εκείνων με λιγότερο των έξι μοναχών.

 

Βάσει των πινάκων που κατάρτισε το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, στην επικράτεια βρέθηκαν 563 ανδρικά μοναστήρια με 3000 μοναχούς και 18 γυναικεία με 277 μοναχές*. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος σε εγκυκλοπαιδικό άρθρο αναφέρει πως τα ετήσια εισοδήματα των μοναστηριών ήταν 600.000 χρυσές δραχμές (Κοκκίνης, σελ.223). Με βάση την παρακάτω εγκύκλιο έκλεισαν τα 412 ανδρικά μοναστήρια.

 

* Δηλαδή 3277 μοναχοί σε πληθυσμό 750.000 κατοίκων.
Συγκριτικά ο Άθως σήμερα έχει περίπου 2000 μοναχούς.

 

 

Εγκύκλιος Υπουργείου Εκκλησιαστικών
19.12.1833


Πρός τὴν Ἱεράν Σύνοδον τοῦ Βασιλείου.

 

Κατὰ συνέπειάν τοῦ ἀπὸ 25 Σεπτεμβρίου (7 Ὀκτωβρίου) Βάσ. Διατάγματος, βάσιν ἔχοντος τὴν ὑπ’ ἀριθμὸν 23 καὶ ἀπὸ 19 Αὐγούστου ἀναφορὰν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τὰ μὲν ἐντελῶς ἐρειπωμένα, ἢ ἔχοντα ὀλιγώτερους τῶν ἓξ μοναχοὺς μοναστήρια τοῦ Κράτους, μετὰ τῶν ἀνηκόντων εἰς αὐτὰ κινητῶν καὶ ἀκινήτων κτημάτων παραλαμβάνονται ἤδη παρὰ τῶν κατὰ τόπους Νομαρχῶν εἰς λογαριασμὸν τῆς Ἐπικρατείας, ἀφ’ οὗ προηγουμένως οἱ ἐν αὐτοῖς διαμένοντες ἤδη μοναχοὶ μετατεθῶσιν εἰς ὁποῖον τῶν ἐπεκεῖνα τῶν ἓξ μοναχῶν περιεχόντων μοναστηρίων προαιρεθῶσιν οἱ ἴδιοι· τὰ δὲ περισσοτέρούς του ἀριθμοῦ τούτου περιέχονται μοναχοὺς διατηροῦνται μέν, θέλουν πληρώνει δὲ πρὸς τὸ πάρον καὶ μέχρι δευτέρας ἀποφάσεως διπλοδέκατον, τοῦ ὁποίου τὸ ἥμισυ θὰ χρησιμεύση πρὸς τὸν προκείμενον σκοπὸν τῆς βελτιώσεως τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Ἐκπαιδεύσεως.

 

Ἐπὶ τούτῳ προσεκλήθησαν ἤδη οἱ Νομάρχαι νὰ φροντίσωσι, συνεννοούμενοι μετὰ τῶν γενικῶν ἐφόρων·

 

α΄) νὰ ἐκτεθῶσιν εἰς δημοπρασιὰν τὰ κτήματα τῶν εἰς τὴν πρώτην κατηγορίαν ἀναγομένων μοναστηρίων, προτιμεμένων τῶν ἐν αὐτοῖς διαμενόντων μοναχῶν, ἂν οὔτοι προκρίνωσι νὰ διαμείνωσιν εἰς τὰ μοναστήρια ταῦτα ὡς ἐνοικιασταί, παρέχοντες ἀξιόχρεον ἐγγυησιν·

 

β΄) τὰ ἱερὰ σκεύη, βιβλία καὶ κειμήλια τῶν μοναστηρίων τούτων, εἰ μὲν ἀναχωρήσωσιν οἱ μοναχοί, νὰ παρακατεθῶσιν μέχρι δευτέρας διαταγῆς εἰς τὴν ἐπισκοπὴν τοῦ τόπου, ὑπὸ τὴν ἐπιστασίαν καὶ εὐθύνην τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τῆς τοπικῆς δημογεροντίας· εἰ δὲ διαμείνωσιν ὡς ἐνοικιασταὶ εἰς τὰ μοναστήρια, νὰ κρατήσωσι μὲν οἱ ἴδιοι πρὸς χρῆσιν τοῦ Μοναστηρίου, νὰ ὑποχρεωθοὺν δὲ περὶ τῆς διατηρήσεως ἐγγράφως καὶ ἐχεγγύως πρὸς τὸν κατὰ τὸν τόπον Ἐπισκοπον·

 

γ΄) τὰ κλειδία τῶν ἐγκαταλειφθησομένων μοναστηρίων νὰ δοθῶσιν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον, διὰ νὰ ἀναθέση τὴν ὑπηρεσίαν τῶν ἐν αὐτοῖς ἱερῶν ναῶν εἰς ὁποῖον τῶν πλησιεστέρων ἐφημερίων ἐγκρίνῃ, ὑποχρεούμενον νὰ ἱερουργὴ ἐν αὐτῷ ἅπαξ τῆς ἑβδομάδος, ἢ τοῦ μηνός, καὶ νὰ φροντίζῃ περὶ τῆς εὐκοσμίας καὶ τῆς καθαριότητος τοῦ ναοῦ κὰ τῶν ἐν αὐτῷ, καρπούμενος καὶ τὴν ἀπ’ αὐτοῦ πρόσοδον, ἢ μισθοδοτούμενος ἀναλόγως παρὰ τοῦ Νομαρχείου κατὰ λειτουργίαν […]

 

Ἐν Ναυπλίῳ τῇ 19 Δεκεμβρίου 1833
Ὁ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ. Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας
Κ.Δ. Σχινᾶς

 

Το επόμενο έτος ανακοινώνεται αντίστοιχη νομοθεσία για τα γυναικεία μοναστήρια, αλλά με πολύ αυστηρότερες διαταγές. Τα γυναικεία μοναστήρια μειώθηκαν από 18 σε 3 (ένα σε κάθε διαμέρισμα της χώρας, Πελοπόννησο, Στερεά και Κυκλάδες), ενώ δόθηκε η δυνατότητα σε όλες οι μοναχές κάτω των 40 ετών να αποσχηματισθούν, εκτός κι αν ο Επίσκοπος έκρινε πως είχε ιδιαίτερη κλίση προς το μοναχισμό. Πάντως ο εξ Οικονόμων καταφέρει την κατηγορία πως οι μεγάλες αποστάσεις στα νέα μοναστήρια αποθάρρυναν πολλές μοναχές.

 

ΔΙΑΤΑΓΜΑ
Περὶ γυναικείων μοναστηρίων

25.02 (09.03) 1834

 

ΟΘΩΝ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Κατὰ πρότασιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀκούσαντες καὶ τὴν γνώμην τῆς Ἡμετέρας ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως Γραμματείας τῆς Ἐπικρατείας, ἀπεφασίσαμεν καὶ διατάττομεν τὰ ἑξῆς.
Ἄρθρον 1
Εἰς τὸ μέλλον θέλουν ὑφίστασθαι τρία μόνο γυναικεῖα μοναστήρια, ἐν κατὰ τάς νήσους, ἐν κατὰ τὴν Πελοπόννησον καὶ ἐν κατὰ τὴν Στερεὰ Ἑλλάδα.
Ὅλα τὰ λοιπὰ μέχρι τοῦδε ὑπάρχονται καταργούνται. Ἂν τὰ τρία ταῦτα μοναστήρια δεν ἀρκοῦν διὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν μοναζουσών, ἐπιφυλαττόμεθα τὸ δικαίωμα να διατηρήσωμεν καὶ τέταρτον μοναστήριον, ἀλλὰ προσωρινὼς μόνον.
Ἄρθρον 2
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος θέλει προσδιορίσει τὰ διατηρηθησόμενα μοναστήρια, τὰ ὁποῖα θέλουν γνωστοποιηθῇ παρὰ τῆς Κυβερνήσεως δι’ ἰδιαιτέρου Διατάγματος.
Ἄρθρον 3
Ἕκαστον γυναικεῖον μοναστήριον θέλει περιέχει τριάκοντα τουλάχιστον μοναχάς.
Ἂν εἰς ἐν τῶν κατὰ τὰ ἄρθρα 1 καὶ 2 διατηρηθησομένων δεν εὑρίσκεται ὁ εἰρημένος ἀριθμός, τὸ μοναστήριο τοῦτο διαλύεται καὶ αἱ μοναχαὶ μεταβαίνουσιν εἰς τ’ ἄλλα δύο.
Ἄρθρον 4
Αἱ μὴ ὑπερβαίνουσαι τὰ 40 ἔτη τῆς ἡλικίας τῶν μοναχαὶ θέλουν προσκληθῇ παρὰ τοῦ κατὰ τόπον Ἐπισκόπου ‘να παραιτήσωσι τὴν μοναστικὴν ζωήν, καὶ να ἐπανέλθωσιν εἰς τὸν κόσμον. Τὸν Ἐπίσκοπον θέλει ἐπιφορτήσει ἡ Σύνοδο ‘να κοινοποιήσῃ πρὸς αὐτὰς ἐν ὀνόματι τῆς, ὅτι δύνανται ‘να πράξωσι τοῦτο ἀκατακρίτως.
Ἀλλ΄ ἂν τὶς αὐτῶν, οὖσα ὁμολογουμένως ἀμέμπτου διαγωγῆς, ἔχῃ κλίσιν ἰδιαιτέραν πρὸς τὸν μοναστικὸν βίον, θέλει λαμβάνει παρὰ τοῦ Ἐπισκόπου τὴν ἄδειαν ΄να μεταβαίνῃ εἰς ἐν τῶν διατηρουμένων μοναστηρίων.
Ἄρθρον 5
Μοναχαί, ἔχουσαι ἡλικίαν ὑπὲρ τὰ 40 ἔτη, εἶνε ἐλεύθεραι ἢ ΄να παύσωσι μονάζουσαι, ἢ ΄να μεταβῶσιν εἰς ἐν τῶν διατηρουμένων μοναστηρίων.
Τὴν περὶ τούτου ἀπόφασιν ‘των θέλουν ἐμφανίσει ἄνευ ἀναβολῆς εἰς τὸν κατὰ τόπον Ἐπίσκοπον. Ταῖς δίδεται δὲ διορία ἕξ μηνῶν διὰ τὴν εἰς τὰ διατηρηθησόμενα μοναστήρια μετάβασιν ‘των.
Ἄρθρον 6
Τὰ πρὸς παραδοχὴν τῶν μοναζουσὼν εἰς τὰ μοναστήρια, τὰ περὶ τοῦ βίου αὐτῶν, καὶ τῆς ἐσωτερικῆς πειθαρχίας καὶ τάξεως, θέλει κανονίσει ἡ Σύνοδος κατὰ τὰ ἀνέκαθεν περὶ μοναστηρίων παραδεδειγμένα.
Ἰδίως ὑποχρεούνται αἱ μοναχαί:
1) ‘Να ἐνασχολώνται εἰς γυναικεία ἐργόχειρα·
2) ‘Να δέχωνται καὶ περιθάλπωσι τοὺς παρὰ τῆς Κυβερνήσεως εἰς τὰ μοναστήρια στελλομένους πτωχούς, ἀσθενεῖς καὶ παράφρονας·
3) ‘Να διδάσκουν ἀμισθὶ τὰ παρὰ τῆς Κυβερνήσεως εἰς αὐτὰς στελλόμενα ὀρφανὰ καὶ πτωχὰ κοράσια.

 

[…]
ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ
Η ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑ
Ὁ Κόμης ΑΡΜΑΝΣΠΕΡΓ Πρόεδρος, ΜΑΟΥΕΡ, ΕΪΔΕΚ
Ὁ ἐπὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ. Γραμ. τῆς Ἐπικρατείας Κ.Δ. ΣΧΙΝΑΣ

 

Επίσης με Διάταγμα της 25.03.1834 το Κράτος μεταβίβασε στο Εκκλησιαστικό Ταμείο και εκείνη την εκκλησιαστική περιουσία για τα οποία δεν υπήρχαν αποδείξεις πως ανήκαν ή στον πρώτο κτήτορα ή στους απογόνους του και δωρίστηκαν σε μονές από τρίτους (Δωρόθεος, σελ.24). Το Εκκλησιαστικό Ταμείο ιδρύθηκε και επισήμως πλέον την (01/13).12.1834 (ΦΕΚ 41/21.12.1834 ).

Το κλείσιμο των μονών είχε, υποτίθεται, στόχο την αξιοποίηση της περιουσίας τους για τη βελτίωση των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας. Τα έσοδα θα περιέρχονταν στο Εκκλησιαστικό Ταμείο μετά τη συλλογή τους από τους Νομάρχες της χώρας. Σε μία συγκλονιστική τροπή των γεγονότων για τα ελληνικά δεδομένα, τα περισσότερα χρήματα και μισθώματα εξανεμίστηκαν προτού φτάσουν στα κρατικά ταμεία ή τα πωλητέα πωλήθηκαν σε ημετέρους σε εξευτελιστικές τιμές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων
Συμπατριώτης του Φαρμακίδη και βασικός ιδεολογικός του αντίπαλος. Εκφραστής της φιλορωσικής πολιτικής στο νεοελληνικό κρατίδιο.

 

Χαρακτηριστικά ο Κων/νος ο εξ Οικονόμων αναφέρει (σελ.267) πως η εκποίηση της κινητής περιουσίας των μοναστηριών που έκλεισαν (εικόνες, σκεύη, ζώα, αποθηκευμένοι καρποί) συγκεντρώθηκαν για το Εκκλησιαστικό Ταμείο 339.981,35 δραχμές (=4,029gr αργύρου ανά κέρμα) και άλλες 158.049,83 δραχμές από ενοικιάσεις αγρών κατά το πρώτο έτος. Συνολικά στο πρώτο έτος στο Εκκλησιαστικό Ταμείο μπήκαν περίπου μισό εκατομμύριο δραχμές, ποσό που ούτε κατά διάνοια δεν έφτανε για να καλύψει τις ανάγκες του Υπουργείου, ούτε όταν συμπληρώθηκε και με φορολογία διπλής δεκάτης στα μοναστήρια που έμειναν, με το ένα δέκατο να πηγαίνει στο Εκκλησιαστικό Ταμείο, ήτοι άλλες 400.000 περίπου. Συνολικά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής πρέπει να μπήκαν στο Ταμείο περίπου 904.000 δραχμές, δηλαδή περίπου 3.640 kgr αργύρου. Τα χρήματα δεν επαρκούσαν και σύντομα το Ταμείο άρχισε να δανείζεται από το Δημόσιο για να καλύψει τις ανάγκες του τότε Υπουργείου Παιδείας.

 

Οι ενέργειες της βαυαρικής κυβέρνησης προκάλεσαν ως αναμενόμενο την οργή του κόσμου και έβαλαν άλλο ένα λιθαράκι για την συνταγματική επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, αν και είναι βέβαιο πως πλείστοι όσοι Έλληνες συμμετείχαν στην “εκποίηση” της μοναστηριακής περιουσίας.

 

Οι πηγές της εποχής μιλάνε για πλιάτσικο (π.χ. Μακρυγιάννης, Γ΄ κεφ.2) και, αν και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την αντικειμενικότητά τους, δεδομένης της έντονης αντιπάθειας για τον εγκάθετο μονάρχη, είναι βέβαιο πως ούτε οι Βαυαροί ιθύνοντες και στρατιώτες θα ήταν ιδιαίτερα ευγενικοί με τους μοναχούς της αιρετικής θρησκείας του Ελληνικού Κρατιδίου, αλλά ούτε και ο κόσμος θα ήταν εντελώς με το μέρος των μοναχών, με εξαίρεση ίσως τους κολίγους που καλλιεργούσαν τα μοναστηριακά κτήματα των μονών που έκλεισαν. Ενδιαφέρουσα είναι και η περιγραφή του Κων/νου Οικονόμου του εξ Οικονόμων (βλ. εδώ σε PDF το σχετικό κεφάλαιο από τα “Σωζόμενά” του, σελ.270-272). Ο ίδιος πάλι καταγγέλλει πως οι μονές των ετεροδόξων έμειναν άθικτες.

 

Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί πως αν και η εφαρμογή ήταν τραγικά τσαπατσούλικη και δεν είχε καν ουσιαστικό αποτέλεσμα, η λογική της εκποίησης της περιουσίας εγκαταλελειμμένων μοναστηριών δεν ήταν λανθασμένη στο σκεπτικό της, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς την κατάσταση του νεοϊδρυθέντος Ελληνικού Κράτους. Ο Χ. Πατρινέλης, στην “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” (τομ.10, σελ.143) αναφέρει πως το 1833 η κτηματική περιουσία των μοναστηριών κάλυπτε τουλάχιστον το 1/3 των γαιών του ελληνικού κράτος. Πάντως η έλλειψη ευαισθησίας από την Αντιβασιλεία και η βέβηλη εφαρμογή της νομοθεσίας δεν θα ξεχνιόταν από τον ελληνικό πληθυσμό, ειδικά με κάποια βοήθεια από τους φιλορωσικούς.

 

Η μόνη παραχώρηση προς την Εκκλησία αυτή την περίοδο ήταν η μισθοδοσία από το Δημόσιο των Αρχιερέων, Ιεροκηρύκων και του Συνοδικού Γραφείου με περίπου 250.000 δραχμές ετησίως (Δωρόθεος, σελ.27· βλ. και παρακάτω)

 

Το 1858, λίγα χρόνια προτού ο Όθωνας πάρει τα μπογαλάκια του και φύγει άρον-άρον, το Υπουργείο ζητά νέα αναλυτική κατάσταση των μοναστηριών. Ο πινάκας που έφτιαξε η Ιερά Σύνοδος περιλαμβάνει 148 ανδρικά μοναστήρια (εκ των οποίων τα 21 ανοργάνιστα) και 4 γυναικεία. Το ίδιο έτος, στο ΦΕΚ 42/15.09.1858 δημοσιεύεται ένα είδος καταστατικού χάρτη για την οργάνωση, διοίκηση και οικονομική διαχείριση των μοναστηριών. Από το έγγραφο αυτό σημαντικό σημείο είναι το παρακάτω:

 

ΔΙΑΤΑΓΜΑ
Κανονισμός περί των Μοναστηρίων


ΟΘΩΝ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄
Περὶ τῆς διοικήσεως τῶν διατηρουμένων Μοναστηρίων καὶ περὶ τῆς διαχειρίσεως τῆς περιουσίας αὐτῶν.

Θ΄. Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας καὶ κατὰ τὸ Διάταγμα τοῦ Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος 15 Μαΐου 1829, οὔπερ ἐμνήσθημεν ἐν τῷ Ἡμετέρῳ Διατάγματι 15 Μαρτίου 1836, ἡ ἀκίνητος μοναστηριακὴ περιουσία εἶναι ἀναπαλλοτρίωτος, καὶ μόνον πρὸς θεραπείαν ἀναποφεύκτου ἀνάγκης, ἢ διὰ προφανῆ τοῦ Μοναστηρίου ὠφέλειαν, ἐξ οἰκονομικῶν ἀποῤῥέουσαν λόγων, δύναται ν’ ἁπαλλοτριωθὴ μοναστηριακὸν κτῆμα δι’ ἐκποιήσεως ἢ δι’ ἀνταλλαγῇς, ὁρίζομεν ὅτι ἐν μὲν τῇ περιπτώσει ἀνταλλαγῇς, αὐτῇ, κατὰ τὰ μέχρι τοῦδε ἰσχύοντα, ἐνεργείται μετὰ προηγουμένην τεχνικὴν καταμέτρησιν, διαγραφὴν καὶ ἔνορκον ἐκτίμησιν τῶν ἀνταλλακτέων κτημάτων, καὶ μετὰ γνωμοδότησιν τοῦ ἁρμοδίου Νομάρχου. Ἐν δὲ τῇ περιπτώσει ἐκποιήσεως, αὐτὴ ἐνεργείται κατὰ τάς διατάξεις τοῦ νόμου 13 Νοεμβρίου 1836 καὶ τοῦ ἀπὸ 17 Νοεμβρίου 1836 Ἡμετέρου Διατάγματος καὶ τοῦ ἄρθρου Β΄ τοῦ ἀπὸ 31 Δεκεμβρίου 1836, καὶ τῶν ἄρθρων 1, 2 καὶ 4 τοῦ ἀπὸ 24 Μαρτίου 1837 Διατάγματος.

Η μοναστηριακή περιουσία δηλαδή διατηρεί την από 1829 αναπαλλοτρίωτη ιδιότητά της υπό προϋποθέσεις· προϋποθέσεις που ήδη είχαν βρεθεί το 1834 και θα βρίσκονταν ξανά και ξανά τον επόμενο αιώνα.

 

Ο Αγροτικός Νόμος του 1917

 

Ο λεγόμενος “Αγροτικός Νόμος” του 1917 αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη καμπάνια του Ελληνικού Κράτους για απαλλοτρίωση εκκλησιαστικής περιουσίας, υπέρ ακτημόνων αυτή τη φορά. Οι προθέσεις των Κυβερνήσεων είχαν αρχίσει όμως να διαφαίνονται από νωρίτερα, με πρώτη κίνηση ήταν η αναδιάρθρωση του Εκκλησιαστικού Ταμείου σε Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο με το Ν.3414/1909 (ΦΕΚ 270/19.11.1909 ). Επιπλέον, το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως τηρούσε τακτικά ενημερωμένους πίνακες με τις μονές στην Επικράτεια (αν και πίνακες για τις Νέες Χώρες άργησαν σχετικά να εμφανιστούν) καθώς και πίνακες με την κινητή και την ακίνητη περιουσία των μονών (ειδικά της Παλαιάς Ελλάδας).


Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Α΄
Κατά κόσμος Μηνόπουλος, χρημάτισε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών την περίοδο 1902-1917 και 1920-1922 

Στο βιβλίο “Η Εκκλησία εν Ελλάδι” του Ευαγγέλου Κοφινιώτη αναφέρονται ενδιαφέροντα οικονομικά στοιχεία για την Ελλαδική Εκκλησία κατά τον πρώτο αιώνα της ύπαρξής της (Κοκκίνης, σελ.291-315). Έτσι αναφέρεται πως μεταξύ 1833 και 1896 η εκμετάλλευση κινητής περιουσίας και η μίσθωση των γαιών των μοναστηριών που διαλύθηκαν απέδωσε στο Εκκλησιαστικό Ταμείο 12.571.578 δραχμές (περίπου 200.000 το χρόνο). Την ίδια περίοδο το Υπουργείο δαπανούσε αποκλειστικά για την Εκκλησία ποσό της τάξης των 243.000 το χρόνο. Ενδιαφέρον έχει ο πίνακας των παγίων εξόδων:

Για το προσωπικό της Ιεράς Συνόδου

δρχ.

32.160

Για αναλώσιμα

δρχ.

2.851

Επίδομα Μητροπολίτου, 16 αρχιεπισκόπων και 13 επισκόπων

δρχ.

188.000

Για μισθό ιεροκηρύκων και έξοδα περιοδείας

δρχ.

58.400

Για μισθό ιερέων ναών του εξωτερικού (Μονάχου, Λειψίας, Μάλτας, Μεσσήνης)

δρχ.

15.870


δρχ.

243.286

Η αδυναμία ή ανικανότητα της Εκκλησίας (ή και τα δύο) να εκμεταλλευτεί την Εκκλησιαστική Περιουσία, καθώς και τα προσχώματα στις προσπάθειες εκμετάλλευσης από ιδιώτες καταπατητές, η έλλειψη χαρτώων δικαιωμάτων και το γεγονός ότι συχνά οι μονές, κυριολεκτικά, δεν ήξεραν τι είχανε και βασίζονταν στις γνώσεις των ενοικιαστών του για την οριοθέτηση της περιουσίας τους (Δωρόθεος, σελ.29) θα οδηγήσει το Κράτος στο να αρχίσει να τη λιγουρεύεται. Και αναμενόμενο, αν αναλογιστεί κανείς το ύψος της περιουσίας αυτής και το θεωρούμενο χρέος της Εκκλησίας προς το Κράτος (π.χ. με τα παραπάνω νούμερα, η Εκκλησία φαίνεται να οφείλει στο Κράτος περί τα 2.500.000 δραχμές για τα 63 αυτά έτη). Έτσι, το 1919 οι μονές της Παλαιάς Ελλάδας είχαν συνολικά ακίνητη περιουσία της τάξης των 129.277.170 δραχμών και κινητή περιουσία 5.335.400 δραχμών (περίπου 542.350 kgr ασήμι). Η απαλλοτρίωση της περιουσίας αυτής ήταν θέμα χρόνου και μαθηματική βεβαιότητα.

Ο Ν.1072/1917 (ΦΕΚ 305A/27.12.1917 ) της Προσωρινής Κυβερνήσεως της Θεσσαλονίκης θέτει το υπόβαθρο για την απαλλοτρίωση, επεκτείνοντας την νομοθεσία για ακίνητα του Κράτους και ακίνητα φυσικών και νομικών προσώπων που θα απαλλοτριώνονταν αναγκαστικά.

Ο επόμενος νόμος, Ν.2052/1920 (ΦΕΚ 49A/28.02.1920 ) καθιστά την απαλλοτρίωση των μοναστικών ακινήτων ξεκάθαρη:

Αγροτικός Νόμος
Νόμος 2052


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Ἀπαλλοτριωτέα ολοκληρωτικῶς
Ἄρθρον 2
Ὑποκεῖνται εἰς ἀπαλλοτρίωσιν καὶ παραχώρησιν καθ’ ὅλην αὐτῶν τὴν ἔκτασιν κτήματα ἀνήκοντα
α΄) Εἰς τὸ κράτος, δήμους, κοινότητας καὶ ἐν γένει νομικὰ πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
β΄)Εἰς Μονὰς ἢ ἄλλα εὐαγῆ ἢ κοινωφελῆ ἱδρύματα ὡς καὶ βακουφικὰ ἐν γένει.
γ΄)Τὰ ἀνήκοντα εἰς γαιοκτήμονας μὴ ἐπιμελουμένους αὐτοπροσώπως τῆς καλλιέργειας τοῦ κτήματος ἕνεκα τῆς συνήθους αὐτῶν διαμονῆς ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ.

Παραδόξως σοβαρές αντιδράσεις δεν υπήρξαν πέρα από την Ιεραρχία και τον βουλευτη Φωκίδας Αθανάσιο Ευταξία (και μελλοντικό πρωθυπουργό), ο οποίος και θεωρούσε αντισυνταγματική την δυνατότητα “καθ’όλης της έκτασης” απαλλοτρίωσης (Δωρόθεος, σελ.23). Πιθανώς και να ήταν. Ο νόμος πάντως και ψηφίστηκε και εφαρμόστηκε.

Ο Σταλίδης αναφέρει πως μεταξύ 1919 και 1930 απαλλοτριώθηκαν εκτάσεις αξίας 1 δις δραχμών, αλλά δεν ξέρω από πού τεκμαίρεται αυτό, ειδικά όταν οι μονές της Παλαιάς Ελλάδας είχαν κινητή και ακίνητη περιουσία αθροιστικά της τάξης των 5,5 εκατομμυρίων. Ακόμα κι αν συνυπολογίσουμε τις πληθωριστικές πιέσεις της περιόδου (ΤτΕ, σελ.30-32) που ανέβασαν τις τιμές επί 6,5 μεταξύ 1919 και 1930, 1 δις δραχμές του 1930 αντιστοιχεί σε περίπου 150 εκατομμύρια δραχμές του 1919, ποσό πάλι πολύ μεγάλο σε σχέση με την καταγεγραμμένη περιουσία των Μονών (ακόμη κι αν συμπεριλάβει κανείς και τις Νέες Χώρες).

Ο ίδιος συγγραφέας επίσης κατηγορεί το Δημόσιο πως κατέθεσε στο Εκκλησιαστικό Ταμείο μόνο 40 εκατομμύρια (το 4% της οφειλής), αλλά εκτός του ότι εξακολουθώ να αμφιβάλλω για την ακρίβεια των αριθμών αυτών δεν αναφέρεται αν έχει γίνει κάποιος συμψηφισμός με ελλείμματα λόγω υποχρεώσεων του Εκκλησιαστικού Ταμείου προς ανάγκες εκκλησιαστικές και εκπαιδευτικές (να μην ξεχνάμε πως βασικός σκοπός ίδρυσης του Ταμείου ήταν η αξιοποίηση των μοναστικών περιουσιών για την παιδεία των Ελλήνων). Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον Λεκκό το νούμερο του 1 δις προκύπτει από το έγγραφο του ΟΔΕΠ 976/780/18.4.1947 ενδεχομένως τα ποσά να είναι σε μεταπολεμικές δραχμές του ’47 (π.χ. μεταξύ ’41 και ’47 οι τιμές 50πλασιάστηκαν) ή να είναι άθροισμα ποσών που δεν έχουν προσαρμοστεί πληθωριστικά. Θα με ενδιέφερε πολύ να δω αυτό το έγγραφο. Αν κάποιος το έχει ή ξέρει αν υπάρχει δημοσιευμένο σε κάποιο βιβλίο, ας μου αφήσει ένα μήνυμα.

Το εν λόγω άρθρο επίσης παρουσιάζει ένα από τα βασικά προβλήματα που εμφανίζεται συχνά σε συζητήσεις για την εκκλησιαστική περιουσία: συναισθηματική φόρτιση (μετά πολλών θαυμαστικών!) που θολώνει τη συζήτηση. Π.χ. αναφέρεται ότι με την απαλλοτρίωση αυτή “Τα περισσότερα μοναστήρια καταδικάστηκαν με τον τρόπο αυτό σε μαρασμό και λειψανδρία!”. Όμως οι αναλυτικοί πίνακες του Κοκκίνη (σελ.276-277.314-315) δείχνουν πως μεταξύ 1896 και 1976 (για τις ίδιες περιοχές) οι μοναχοί αυξήθηκαν από 2.087 σε 3.064. Αν οι μονές όντως καταδικάστηκαν σε “λειψανδρία” προφανώς δεν ήταν για πολύ μεγάλο διάστημα.

Ασχέτως, ο Λαρίσης Δωρόθεος στο βιβλίο του αναφέρει χτυπητά παραδείγματα αυθαιρεσιών κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας με απαλλοτριώσεις χωρίς αποζημίωση ή με μειωμένη αποζημίωση (σελ.34-37). Π.χ.

  • Αγρόκτημα Μορτέρο: Στη Νέα Ερυθραία, ιδιοκτησία Μ. Πετράκη, 773,08 στρ. αξίας 122.750,65 δρχ (δεν αποζημιώθηκε)

  • Αγρόκτημα Λαχίδια Μαραθώνος: Ιδιοκτησία Μ. Πεντέλης και Πετράκη, συνολικά 983,876 στρ. αξίας περίπου 200.000 δρχ (δεν αποζημιώθηκε)

  • Αγρόκτημα Γέρακα: Ιδιοκτησία Μ. Πεντέλης, 10.278,88 στρ αξίας 880.769,25 δρχ (εκκρεμούσε δικαστήριο ακόμη το ’50)

Δεκαετία 1930 και ΟΔΕΠ

Εν μέσω της δεύτερης απαλλοτρίωσης μοναστηριακής περιουσίας, ψηφίστηκε στη Βουλή ο πρώτος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (ΦΕΚ 387A/31.12.1923), αλλά χωρίς να ορίζεται κάτι για την εκκλησιαστική περιουσία. Το θέμα θα ξεκαθαρίσει το 1930, με την ίδρυση του ΟΔΕΠ (Οργανισμός Διοίκησης Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας· ή ΟΔΕΜΠ) με το ΦΕΚ 150A/10.05.1930, ο οποίος καταργεί το Εκκλησιαστικό Ταμείο. Η νομοθεσία συμπληρώθηκε αργότερα με το ΦΕΚ 316A/10.09.1938.

Τα ενδιαφέρονται σημεία της νομοθεσίας είναι τα εξής:

Περὶ διοικήσεως καὶ διαχειρήσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καὶ περὶ συγχωνεύσεως τῶν μικρῶν Μονῶν
Νόμος 4684


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Ἄρθρον 1
Ἱδρύεται ἐν Ἀθήναις “Ὀργανισμὸς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς καὶ Μοναστηριακὴς περιουσίας” (ἐπονομαζόμενος ΟΔΕΠ), ἀποτελῶν νομικὸν πρόσωπον δημοσίου δικαίου.
Ἄρθρον 2
Σκοπὸς τοῦ ΟΔΕΠ εἶναι κατὰ τὰ κατωτέρω ὁριζόμενα.
α΄) Ἡ ῥευστοποίησις τῆς μοναστηριακὴς περιουσίας.
β΄) Ἡ διοίκησις καὶ διαχείρησις τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, πλὴν τῆς περιουσίας τῶν ναῶν, καὶ
γ΄) Ἡ διάθεσις τοῦ προϊόντος κατὰ τάς διατάξεις τοῦ παρόντος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Ἄρθρον 7
1. Ἀπὸ τῆς ἰσχῦος τοῦ παρόντος περιέρχεται αὐτοδικαίως εἰς τὴν ΟΔΕΠ ἡ διοίκησις καὶ διαχείρισις.
α΄) Ἁπάσης τῆς νυν ὑφισταμένης κινητὴς καὶ ἀκινήτου περιουσίας τῶν Μονῶν ἐξαιρέσει τῆς κατὰ τὸ ἄρθρον 9 τοῦ παρόντος ἀφιεμένης εἰς αὐτὰς περιουσίας.
β΄) Τοῦ ἀντιτίμου τῶν μέχρι τοῦδε ἐκποιηθέντων ἢ ἁπαλλοτριεθέντων μοναστηριακὼν κτημάτων, ὅπερ δεν κατεβλήθη εἰς τὰ δικαιούχους Μονάς.
γ΄) Τοῦ ἡμίσεος τῶν προσόδων τῶν ἐξωκκλησίων καὶ παρεκκλησιῶν τῶν ἐχόντων εἰσόδημα ἐτήσιον ἄνω τῶν 25.000 δραχμῶν, ὑπαγομένων εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ ΟΔΕΠ κατὰ τάς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 4 τοῦ Ν.Δ. τῆς 14 Σεπτεμβρίου 1920.[…]
Ἄρθρον 8
Ἡ περιουσία τῶν μονῶν διαιρεῖται εἰς δύο κατηγορίας. α΄) εἰς διατηρουμένην καὶ β΄) εἰς ἐκποιητέαν[…]
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
Ἄρθρον 13
Τὸ προϊὸν τῆς ἐκποιήσεως καὶ τῶν μισθώσεων τῆς μοναστηριακὴς περιουσίας, ὡς καὶ τὸ ὑπάρχον χρῆμα τῶν Μονῶν ἐπενδύονται, κατὰ τάς ἀποφάσεις τοῦ Κεντρικοὺ Συμβουλίου, εἰς ἐθνικὰ χρεώγραφα ἢ χρηματόγραφα ἐπ’ ὀνόματι ἑκάστης δικαιούχου Μονῆς.
Κατὰ δὲ τὸ μέχρι τῆς ἐπενδύσεως τῶν χρονικὸν διάστημα κατατίθενται παρὰ τῇ Ἐθνικῇ Τραπέζῃ ἐντόκως κατὰ τὰ ἐν τῇ συμβάσει μετ’ αὐτῆς ὁριζόμενα.
Ἐπίσης κατατίθεται ἐντόκως παρὰ τῇ Ἐθνικῇ Τραπέζῃ καὶ τὸ ἐκ τοκομεριδίων τῶν χρεωγράφων ἢ χρηματογράφων τῶν μονῶν προϊόν.
Τὰ ἐκ τῆς ἐκποιήσεως μοναστηριακὼν κτημάτων κεφάλαια παραμένουσιν ἄθικτα ἐπ’ ὀνόματι τῶν δικαιούχων Μονῶν, χρησιμοποιούνται δὲ μόνον οἱ τόκοι καὶ αἱ πρόσοδοι ἐν γένει αὐτῶν ὑπὲρ τῶν σκοτῶν τοῦ ΟΔΕΠ
Δύναται ὅμως τὸ Κεντρικὸν Συμβούλιον μετ’ ἀπόφασιν τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου να μετατρέψῃ μέρος τῶν κεφαλαίων τοῦ εἰς προσοδοφόρα ἀστικὰ κτήματα καὶ ἰδίως δημόσια κτίρια.
Ἄρθρον 14
Ἂν αἱ πρόσοδοι ἐκ τῆς διατηρουμένης περιουσίας ἑκάστης Μονῆς καὶ ἐν γένει οἱ πόροι αὐτῆς δεν ἐπαρκῶσι πρὸς συντήρησιν τῆς Μονῆς καὶ τῶν μοναχῶν αὐτῆς, τὸ ὑπόλοιπον συμπληροὶ καὶ διαθέτει ὁ ΟΔΕΠ κατὰ τὰ διὰ Π. Διατάγματος ὁρισθησόμενα.
Ἄρθρον 15
Ἂν πρόσοδοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ μοναστηριακὴς περιουσίας, αἱ περισσεύουσαι μετὰ τάς δαπάνας τάς προβλεπομένας ὑπὸ τοῦ ἄρθρου 14 ὡς καὶ τάς δαπάνας διαχειρίσεως, διατίθενται ὑπὸ τοῦ Ὀργανισμού:
1. Πρὸς μισθοδοσίαν τῶν Ἱεραρχῶν τῶν ἐν ἐνεργείᾳ, ὡς καὶ τῶν νομίμως ἀποχωρούντων, καταβολὴν τῶν συνοδικὼν ἐπιδομάτων, τῶν δαπανῶν τοῦ συνοδικοὺ γραφείου ὡς καὶ τοῦ Κυβερνητικοῦ Ἐπιτρόπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
2. Πρὸς μισθοδοσίαν τοῦ προσωπικοῦ τῶν Μητροπολιτικὼν γραφείων. Διάταγμα, ἐφ’ ἅπαξ ἐκδιδόμενον, θέλει ὁρίσει τὸ προσωπικὸν αὐτῶν ὡς καὶ τὸν βαθμὸν καὶ τὸν μισθὸν αὐτῶν.
3. Πρὸς μισθοδοσίαν τῶν Ἱεροκηρύκων καὶ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Ἀλμωπίας (Καρατζόβης) κατὰ τὸν νόμον 3771.
4. Πρὸς ἐνίσχυσιν τοῦ Ταμείου Ἀσφαλίσεως ἐνοριακοὺ κλήρου ὁριζομένην εἰς 10% ἐπὶ τοῦ συνόλυ τῶν προσόδων τῆς μοναστηριακὴς περιουσίας.
5. Πρὸς μισθοδοτικὴν ἐπικουρίαν τοῦ ἀπόρου ἐνοριακοὺ κλήρου. Διάταγμα ἐφ’ ἅπαξ ἐκδιδόμενον προτάσει τοῦ Ὑπουργοῦ τῆς Παιδείας καὶ τῶν Θρησκευμάτων θέλει ὁρίσει τὸ ποσὸν καὶ τὸν τρόπον παροχῆς τῆς ἐπικουρίας ταύτης.
6. Πρὸς θεραπείαν Ἐκκλ. Ἐκπαιδευτικὼν σκοπῶν, φιλανθρωπικὼν καὶ κοινωφελῶν τοιούτων, κατανεμομένων κατὰ ἐπαρχίας ἀναλόγως τῶν προσόδων τῶν μονῶν ἑκάστου αὐτῶν προτιμωμένων τῶν κοινοτήτων ὑπὲρ ὢν ἔκπαλαι ἐδίδοντο χορηγίαι τῶν μονῶν χάριν κοινωφελῶν σκοπῶν.
Αἱ ἀνωτέρω δαπάναι καταβάλλονται κατὰ τὴν ἀναγραφομένην σειρὰν προτεραιότητος καὶ ἐφ’ ὅσον ἐπαρκοῦσιν οἱ πόροι […]
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Ἄρθρον 21
Ἅπασαι αἱ μοναὶ αἱ ἔχουσαι ὀλιγώτερους τῶν τριῶν μοναχῶν συγχωνεύονται πρὸς ἄλλας μονὰς τῆς ἰδίας Μητροπόλεως ἐχούσας μεγαλύτερον ἀριθμὸν μοναχῶν, ὁριζομένας δὲ ὑπὸ τοῦ οἰκείου Ἱεράρχου. Δύναται ὅμως οὗτος, ἐπιβαλλομένης τῆς κατὰ τὰ ἀνωτέρω συγχωνεύσεως μονῶν, να ὁρίσῃ ὡς κυρίαν μονὴν τὴν τοὺς ὀλιγώτερους μοναχοὺς ἔχουσαν ἐφ’ ὅσον αὐτὴ ἔχει ἱστορικὴν ἢ προσκυνηματικὴν σημασίαν.
Μητρόπολις ἔχουσα μίαν μόνην μονὴν διατηρεῖ αὐτὴν ἀσχέτως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἐν αὐτῇ μοναχῶν, συμπληροῦσα αὐτὸν κατὰ τ’ ἀνωτέρω. Ἡ συγχωνευμένη μονὴ ἀποβάλλει τὴν νομικὴν αὐτῆς προσωπικότητα καὶ καθίσταται μετόχιον τῆς μονῆς μεθ’ ἧς συνεχωνεύθη, εἰς ἢν περιέρχεται αὐτοδικαίως ἡ περιουσία αὐτῆς καὶ ᾖς καθίστανται μέλη αὐτοδικαίως οἱ κανονικοὶ μοναχοὶ καὶ οἱ δόκιμοι τῆς συγχωνευμένης μονῆς.
Τὰ δὲ κατὰ τὴν διοίκησιν τοῦ μετοχίου καὶ λειτουργία τοῦ ναοῦ αὐτοῦ καθορίζει ἑκάστοτε ὁ οἰκεῖος ἱεράρχης.

Σημαντικό σημείο είναι ότι αυτή τη φορά οι αποζημιώσεις δεν έγιναν τοις μετρητοίς, αλλά με χρεόγραφα (securities) ενώ υπήρξε προσπάθεια να διαφυλαχθεί η περιουσία των μονών, ορίζοντας πως μόνο οι τόκοι θα αξιοποιούνταν, ενώ το κεφάλαιο θα έμενε άθικτο. Τα χρεόγραφα αυτά δυστυχώς αχρηστεύθηκαν με τη διάλυση της οικονομίας με το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο που ακολούθησε.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι από τη νομοθεσία καθίσταται φανερό το ότι ο εφημεριακός κλήρος ακόμη το 1930 δεν μισθοδοτείται από το Κράτος. Ο ΟΔΕΠ έχει αρμοδιότητα να πληρώνει μόνο μισθούς των ιεραρχών (εν ενεργεία και αποχωρησάντων), του προσωπικού των μητροπόλεων και ένα ποσοστό ως συμμετοχή στο ΤΑΚΕ (ταμείο ασφάλισης κληρικών).

Τέλος ο νόμος προχωρά και σε συγχωνεύσεις μονών, μετατρέποντας τις κλειστές μονές σε μετόχια των διατηρούμενων και μεταβιβάζοντας την περιουσία τους στις διατηρούμενες μονές. Υποθέτω πως αυτό αύξανε τη διαθέσιμη ρευστοποιήσιμη ακίνητη περιουσία των μονών (αμφιβάλλω ότι η συγχώνευση έγινε επειδή το Κράτος το πήρε ο πόνος για τον αριθμό των μονών).

Η δεκαετία του 1940

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Γερμανική Κατοχή, ο μετέπειτα Εμφύλιος Πόλεμος και η ανάγκη για αναδιοργάνωση της αγροτικής ζωής στην Ελλάδα μετά το τέλος των πολέμων, καθιστούσε βέβαιο πως η εκκλησιαστική περιουσία θα βρισκόταν πάλι στο στόχαστρο.

Το σημαντικότερο γεγονός αυτής της περιόδου είναι η θέσπιση του Βασιλικού Διατάγματος της 29.10.1949 (ΦΕΚ 342A/06.12.1949 ) “Περί Κωδικοποιήσεως των Αγροτικών Νόμων”, που είναι και το αρχικό βήμα για τη διάνοιξη της οδού για τη Σύμβαση του 1952. Χαρακτηριστικά στοιχεία αυτού του νόμου που ξεσήκωσαν τον Κλήρο εκείνη την περίοδο είναι τα εξης:

Περὶ Κωδικοποιήσεως τῶν Ἀγροτικῶν Νόμων
ΠΑΥΛΟΣ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ἄρθρον 2
Ὑπόκεινται εἰς ὁλοκληρωτικὴν ἀπαλλοτρίωσιν καὶ παραχώρησιν.
α) Τὰ εἰς τὸ Δημόσιον, τοὺς Δήμους, τάς Μονάς, τὰ πάσης κατηγορίας θρησκευτικὰ ἱδρύματα καὶ πάντα ἐν γένει τὰ νομικὰ πρόσωπα ἀνήκοντα κτήματα ἀνεξαρτήτως ἐκτάσεως, εἴδους γεωργικῆς καλλιέργειας καὶ καλλιεργητικὴς σχέσεως, μετὰ τῶν ἐπ’ αὐτῶν κειμένων καὶ τὴν γεωργικὴν ἀποκατάστασιν ἐξηπυρετούντων κτιρίων πλὴν τῶν ἐξαιρέσεων τοῦ ἄρθρου 6 παραγρ. 1α, 7 καὶ 8 τοῦ παρόντος (φυτείται, δάση, βοσκαί). Εἰς τὴν κατηγορίαν ταύτην ὑποκεῖται καὶ τὸ εἰς τὴν κυριότητα τοῦ Κράτους περιελθὸν κατὰ τὸν νόμο 2052 ἐν πέμπτον ἐξ ἀδιαιρέτου τῶν κτημάτων τῆς κατηγορίας τῶν δημοσίων γαιῶν.

Ο Δωρόθεος στο βιβλίο του διαμαρτύρεται για τη χρήση του “ολοκληρωτική απαλλοτρίωση”, αν και οι εξαιρέσεις σίγουρα καλύπτανε κάποιες μοναστηριακές γαίες. Πάντως με αφορμή αυτό το Β.Δ. και την έναρξη των συζητήσεων για την συνταγματική μεταρρύθμιση του 1952, η Ιεραραχία βγήκε στην επίθεση. Το βιβλίο του Λαρίσης Δωροθέου περιέχει κυρίως παρασκήνιο για τη συζήτηση αυτή και αποτελεί ιδιαιτέρως ενδιαφέρον ανάγνωσμα καθώς χρημάτισε Οικονομικός Επίτροπος της Εκκλησίας την επίμαχη περίοδο. Πάντως, από ό,τι φαίνεται, το Β.Δ. αυτό δεν είχε ως αποτέλεσμα εκτεταμένες δημεύσεις εκκλησιαστικής περιουσίας, πλην κάποιων συγκεκριμένων περιπτώσεων για πολύ συγκεκριμένες ανάγκες.

Η επόμενη 5ετία θα περνούσε με συζητήσεις και επεξεργασία της τελικής Σύμβασης του 1952. Εξαίρεση θα αποτελέσει η απόπειρα της Κυβέρνησης τον Οκτώβριο του 1949 να αποσπάσει από την εκκλησιαστική περιουσία 56.000 στρέμματα στην Πελοπόννησο για αποκατάσταση συμμοριοπλήκτων, που τελικά όμως δεν ευοδώθηκε λογω νομικών κωλυμάτων (Δωρόθεος, σελ.50-61)

Μία άλλη πληροφορία που εντόπισα για αυτή την περίοδο είναι αυτή που εμφανίζεται στο άρθρο του Λεκκού για το έγγραφο 976/780/18.4.1947 του ΟΔΕΠ που εμφανίζει την εκποιηθείσα μοναστηριακή περιουσία στο 1 δις (με τους ενδιασμούς που ήδη ανέφερα). Το άλλο συμβάν που σχετίζεται με την εκκλησιαστική περιουσία είναι το Ν.Δ.327/1947 (ΦΕΚ 84Α/19.04.1947) (“Περί αναγκαστικής μισθώσεως γαιών υπέρ ακτημόνων, γεωργών και κτηνοτρόφων”).

Το διάταγμα αυτό ορίζει υποχρεωτική την μίσθωση των περισσότερων γαιών του ΟΔΕΠ σε συνεταιρισμούς υπέρ ακτημόνων για δέκα έτη. Δεν γνωρίζω σε τι έκταση μπόρεσε να εφαρμοστεί το διάταγμα αυτό και από πότε, καθώς το διάταγμα δημοσιεύτηκε εν μέσω του Εμφυλίου, πάντως η λίστα με τα εκκλησιαστικά ακίνητα που καταρτήθηκε με αυτό το διάταγμα αξιοποιήθηκε στη Σύμβαση του 1952, την οποία θα δούμε στην επόμενη ενότητα.

 

Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος Γ΄
Κατά κόσμος Κοτταράς, χρημάτισε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών την περίοδο 1956-1957 και Μητροπολίτης Λαρίσης την περίοδο 1935-1956
 
 
 

Εδώ να παρατηρήσω πως στο άρθρο του Παπαθανασόπουλου γίνεται αναφορά ότι οι υποχρεωτικές μισθώσεις απέδιδαν μικρότερα μισθώματα από τις κανονικές μισθώσεις που είχε πετύχει ο ΟΔΕΠ, ως αυτό να ήταν κακό. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί πως ήταν αναμενόμενο, αφού το πνεύμα του νόμου ήταν η προσφορά γης σε ακτήμονες και όχι τόσο το οικονομικό κέρδος. Εξ ίσου αναμενόμενο, βέβαια, ήταν πως πολλά χωράφια κατέληξαν να νοικιάζονται προνομιακά σε ημετέρους, όπως φέρεται να κατήγγειλε τότε ο Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος ως Μητροπολίτης Λαρίσης:

Εἶναι ἀνάγκη να ὑπενθυμίσωμεν τὸ τελευταῖον δημευτικὸν Ν.Δ. 327/47 “Περὶ ἀναγκαστικῆς μισθώσεως γαιῶν δι’ ἀποκατάστασιν ἀκτημόνων γεωργῶν καὶ κτηνοτρόφων” διὰ τοῦ ὁποίου τὸ Κράτος ἀστοργώτατα συμπεριφερόμενον διαρπάζει ἐκκλησιαστικὴν περιουσίαν καὶ μισθώνει αὐτὴν ἀναγκαστικῶς εἰς τὸ δέκατον τοῦ λαμβανομένου μισθώματος, πολλάκις δὲ εἰς μὴ γεωργοὺς ἢ κτηνοτρόφους. Εἴναι, τέλος, ἀνάγκη να ὑπενθυμίσωμεν πρὸς Ὑμᾶς, ὅτι τὸ Κράτος, παρὰ πάντα νόμον καὶ ἀστόργως φερόμενον, μηδεμίαν ἀπολύτως ἀποζημιῶσιν ἐχορήγησεν ἤ, ἂν ἐχορήγησεν, αὔτη ἦτο μηδαμινή. Καὶ εἶναι ἀνάγκη μετὰ ταῦτα να ὑπενθυμίσωμεν, ὅτι εἰς τὴν ποινικὴν γλῶσσαν τὸ Κράτος ἐν προκειμένῳ ὑπερέβη τὰ ὅρια τοῦ ἀδικήματος, προσομοιάσαν ἑαυτὸ αὐτόχρημα πρὸς λῃστὴν ἀφαιροῦντα τὸ πᾶν καὶ καταλείποντα τὸν ληστευθέντα ἀναλγήτως ἐν μέσῃ ὁδῷ στερούμενον τῶν πάντων […]
Ἐζήτησεν ἐπὶ πλέον ἡ Ἐκκλησία Κύριε Πρόεδρε, καὶ τοῦτο δεῖγμα τῆς ἀπεριορίστου συμπαθείας Αὐτῆς πρὸς τοὺς ἐκ τῶν τέκνων Τῆς ἀκτήμονας, ὅπως διαμοιράση Αὔτη εἰς ἕκαστον τούτων, ἐπὶ τῇ βάσει ἐπισήμου πίνακος περὶ τῆς ἀκτημοσύνης τοῦ, τὸ ἀνῆκον ἐκ τῆς οὕτῳ παραχωρουμένης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, τοῦτο δέ, διότι εἶναι δι’ Αὐτὴν πικρὰ ἡ ἐκ τοῦ παρελθόντος πεῖρα, δεδομένου ὅτι, εἰς πάσας τάς ἐνεργηθείσας παραχωρήσεις, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, γαῖαι καὶ ἀστικὰ κτήματα μοναστηριακὰ παρεχωρήθησαν ὑπὸ τοῦ Κράτους οὐχὶ εἰς ἀκτήμονας, χάριν καὶ μόνον τῶν ὁποίων ἐδόθησαν, ἀλλ’ εἰς πλουσίους καὶ κτηματίας, καὶ εἰς ἐπισήμους ἀκόμη, ἀλλὰ καὶ καὶ πρὸς τοὺς πολιτικοὺς φίλους τῶν τότε κυβερνώντων, χαρακτηρισθέντας ὡς ἀκτήμονας, οἵτινες ἐπώλησαν μετὰ ταῦτα τάς ἐκτάσεις αὐτὰς καταστάντες πλουσιώτεροι ἐν ὀνόματι τῆς φιλανθρωπίας καὶ ἀναλώμασι τῶν πτωχῶν ἀναπήρων καὶ ἀκτημόνων.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΩΛΕΣΘΕΙΣΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΒΑΣΕΙ ΔΩΡΟΘΕΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ (~1930~1950)





Αγροί

Αρχιεπισκοπή Αθηνών (Αττική)

25.540

Αιτωλίας και Ακαρνανίας

10

Αργολίδος

595

Άρτης

3.492

Βεροίας

1.420

Γρεβενών

2.990

Δημητριάδος

275

Δράμας

110

Δρυϊνουπόλεως-Βέλλας και Κονίτσης

10

Ελασσώνος

8.584

Ηλείας

80

Θεσσαλιώτιδος

1.415

Θηβών και Λεβαδείας

16.737

Ιωαννίνων

22.860

Καλαβρύτων και Αιγιαλείας

30.030

Καρυστίας

2.767

Καστοριάς

13

Κοζάνης

1.116

Λευκάδος και Ιθάκης

500

Ναυπακτίας και Ευρυτανίας

10

Παραμυθίας

2.015

Πρεβέζης

763

Σερρών

2.843

Τρίκκης και Σταγών

1.864

Ύδρας – Σπετσών

3.514

Φωκίδος

850

Χίου

25

ΣΥΝΟΛΟ

130.427


 
 

Στο βιβλίο του δε “Η εξέλιξις του αναπαλλοτρίωτου της εκκλησιαστικής περιουσίας μέχρι σήμερον” περιλαμβάνει έναν πίνακα με απώλειες εκτάσεων της Ελλαδικής Εκκλησίας, λογικά μέχρι το 1947, όταν ξεκίνησε η εφαρμογή των υποχρεωτικών μισθώσεων (σελ.133-141). Τα στοιχεία δεν είναι πάντα σαφή, αλλά με μικρές παραδοχές στα σημεία των ασαφειών, τα εμβαδά είναι περίπου όπως φαίνονται στον διπλανό πίνακα.

Στο πίνακα περιορίζομαι να αναφέρω τα στρέμματα καλλιεργήσιμης γης. Ο Δωρόθεος αναφέρει και κάποια στρέμματα βοσκοτόπων, αλλά αυτά είναι λίγα και κατανέμονται στις μητροπόλεις ως εξής:

 

Αττική

771

Ελασσώνος

22.188

Θηβών και Λεβαδείας

26.820

Ιωαννίνων

570

Κοζάνης

6.400

ΣΥΝΟΛΟ

56.749

 

Πρέπει να σημειωθεί επίσης πως το βιβλίο του Δωροθέου χρησιμοποιεί ένα παράδοξο σύστημα στους αριθμούς που δυσχεραίνει ιδιαίτερα την ανάγνωση χωρίς να υπάρχει ολόκληρο το βιβλίο για σύγκριση (η τελεία χρησιμοποιείται και ως διαχωριστικό ψηφίων και ως υποδιαστολή). Οι αριθμοί στη διαδικτυακή μορφή του άρθρου του Παπαθανασόπουλου πάσχουν από την ίδια έλλειψη ομοιομορφίας και παράγουν εξωφρενικά νούμερα σε κάποια σημεία. Στον πίνακα τα έχω διορθώσει με βάση το μοτίβο ολόκληρου του βιβλίου.

Εν μέσω της Κατοχής ψηφίζεται και ο νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 671 – ΦΕΚ 324A/27.09.1943 ), ενώ την ίδια περίοδο βέβαια περνά σχεδόν αθόρυβα από τη Βουλή η νομοθεσία που μεταθέτει πρακτικά τη μισθοδοσία του εφημεριακού κλήρου στο Δημόσιο (αλλά αυτό το θέμα θα το συζητήσουμε παρακάτω, στην αντίστοιχη ενότητα).

Η Σύμβαση του 1952

Οι προθέσεις για την εκκλησιαστική περιουσία είχαν διαφανεί ήδη από το 1947, αλλά με την συνταγματική αναθεώρηση του 1952, η εκποίηση εκκλησιαστικής περιουσίας έγινε θέμα χρόνου. Το Σύνταγμα του 1952 περιελάμβανε μεταβατική διάταξη στο άρθρο 104 που θέτει τις βάσεις για την απαλλοτρίωση τμήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας.

 

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
1952
Ἄρθρον 104
Πρὸς ἀποκατάστασιν ἀκτημόνων καλλιεργητῶν καὶ ἀκτημόνων μικρῶν κτηνοτρόφων ἐπιτρέπεται ἐπὶ μίαν τριετίαν ἀπὸ τῆς ἰσχῦος τοῦ παρόντος ἀναγκαστικὴ ἀπαλλοτρίωσις τῶν κατωτέρω κατηγοριῶν ἀγροτικῶν κτημάτων κατὰ παρέκκλησιν τοῦ ἄρθρου 17 τοῦ Συντάγματος [περί ιδιοκτησίας], ὡς νόμος θέλει ὁρίσει […]
Διὰ νόμου ἐφ’ ἅπαξ ἐκδιδομένου ῥυθμίζονται ἡ κατὰ τὸ πάρον ἀπαλλοτρίωσις καὶ ἀναγκαστικὴ μίσθωσις ἀγρῶν, δασωσὼν ἐκτάσεων καὶ βοσκοτόπων ἀνηκόντων εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν περιουσίαν.
Ἡ ἀποζημίωσις ὁρίζεται εἰς μεταλλικὰς δραχμὰς πάντοτε διὰ τῆς δικαστικῆς ὁδοῦ οὐδέποτε μικρότερά του ἑνὸς τρίτου τῆς ἀξίας τοῦ ἁπαλλοτριούμενου κτήματος κατὰ τὸν χρόνον τῆς καταλήψεως καὶ καταβάλλεται πρὸ ἢ μετ’ αὐτὴν εἴτε κατὰ δόσεις, εἴτε εἰς χρεόγραφα, ὡς νόμος θέλει ὁρίσει […]
 

 
 
 Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων
Κατά κόσμος Βλάχος, χρημάτισε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών την περίοδο 1949-1956
 
 
 

Μετά τις απαραίτητες διεργασίες με την Εκκλησία της Ελλάδος (η οποία φέρεται πως πιέστηκε ιδιαιτέρως για να δεχθεί τη Σύμβαση) εκδόθηκε τον Δεκαπενταύγουστο του ιδίου έτους το Νομοθετικό Διάταγμα Ν.Δ. 2185/1952 (ΦΕΚ 217Α/15.08.1952) που, μεταξύ άλλων, όριζε τις γενικές κατευθύνσεις της Σύμβασης (Κεφ.Δ΄, αρ.36-38).

 

Ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά στο αρ.36§5 στην υποχρεωτική μίσθωση κατά το Ν.Δ.327/47, καθώς όλα τα υποχρεωτικώς μισθωμένα χωράφια συμπεριλαμβάνονται στην Σύμβαση και το μίσθωμά τους για το τρέχον έτος αυξάνεται κατά 50%, ποσό που δεν συμπεριλαμβάνεται στη Σύμβαση. Με Διάταγμα δε του Σεπτεμβρίου ΦΕΚ 259Α/18.09.1952 απελευθερώνονται μερικές εκτάσεις ακόμη ως ρευστοποιητέες. Όλα είναι έτοιμα πλέον για τη Σύμβαση του Οκτωβρίου.

 

Με το Διάταγμα του ΦΕΚ 289Α/08.10.1952 εγκρίνεται πλέον και από τη Βουλή η Σύμβαση μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Δημοσίου για την αποζημίωση για την υποχρεωτική απαλλοτρίωση μοναστηριακών γαιών. Το τι πουλήθηκε και από πού εμφανίζεται σε αναλυτικούς πίνακες στο ΦΕΚ και το συνόψισα παρακάτω:

 
 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΩΛΗΤΕΑΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΟΥ 1952

 
 
ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ # Αγροί Λειβάδια Χέρσα Δασώδη Δέντρα
Αρχιεπισκοπή Αθηνών 2 3.128,010
109,985
203
Αιτωλίας και Ακαρνανίας 3 1.317,812 10.034,000 30,000 2.000,000 70
Αργολίδος 1 5.300,000

0,000 2.500
Άρτης 4 649,000 18.900,000
6.650,000 60
Βεροίας 1 247,000



Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως 2 571,500 60,000
5.000,000 50
Γρεβενών 1 2.449,322

14.000,000
Δημητριάδος 2 1.808,250 10.835,425

5
Δράμας 1 759,194 4,250


Δρυϊνουπόλεως-Βέλλας και Κονίτσης 2 3.678,621 113,780 166,375 1.835,000 60
Εδέσσης 1 203,500



Ελασσώνος 1 1.077,295 53.200,000
6.000,000
Ζακύνθου 4 1.115,616 105,000 1.000,000
599
Ηλείας 5 8.795,910 4.000,000


Θεσσαλιώτιδος 3 679,000



Θηβών και Λεβαδείας 4 1.015,476 169.160,290


Θήρας 3 1.814,750 12.631,000


Ιωαννίνων 6 6.880,655 1.981,226 6.031,649 13,700
Καλαβρύτων και Αιγιαλείας 5 13.040,868


3
Καρυστίας 1 1.945,814 25.000,000

1.012
Καστοριάς 1 1.749,875 3.784,550


Κερκύρας 0




Κεφαλληνίας 8 5.321,880 10.120,000

2.524
Κίτρους 1 1.373,400 5.000,000 4,000

Κοζάνης 1 13.304,363 15.129,030

1.529
Κορινθίας 6 4.303,375 17.572,000
1.500,000 574
Λαρίσης 1 11,000 52,000


Λευκάδος και Ιθάκης 2 1.060,000 18,000
920,000 57
Μαντινείας και Κυνουρίας 13 12.535,850 16.790,000

635
Μεσσηνίας 2 10.578,000 1.000,000

1.679
Μηθύμνης 1 1.729,150 1.352,975

829
Μυτιλήνης 1 348,000 11.500,000


Ναυπακτίας και Ευρυτανίας 3 5.866,360 16.710,000

81
Παραμυθίας 2 712,644 176,956 1.200,000

Παροναξίας 2 677,000 2.000,000

8
Πατρών 6 3.433,706 33.978,080 375,000
24
Πρεβέζης 1
2.108,000


Σάμου-Ικαρίας 3 2.921,920


25
Σερρών 1 5.555,750



Σισανίου και Σιατίστης 1 961,292 3,000 33,064

Σπάρτης 2 20.964,000


1.942
Σύρου-Τήνου 6 4.048,965


57
Τρίκκης και Σταγών 7 796,500 79.202,000


Ύδρας – Σπετσών 4 5.548,290 3.315,000 885,570
173
Φθιώτιδος 3 485,368 30.480,000


Φλωρίνης 1 323,390 134,500


Φωκίδος 3 2.056,066 20.500,000

2
Χαλκίδος 5 6.048,450


270
Χίου 2 2.206,918 1.693,600

3.978
ΣΥΝΟΛΟ 141 171.399,105 578.644,662 9.835,643 37.918,700 18.949
ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ # Αγροί Λειβάδια Χέρσα Δασώδη Δέντρα
 


#: Αριθμός εμπλεκομένων μονών
Αγροί: Χωράφια έτοιμα για καλλιέργεια (ποτιστικά και ξερικά, σε στρέμματα)
Λιβάδια: Εκτάσεις κατάλληλες για βόσκηση ζώων (σε στρέμματα)
Χέρσα: Περιλαμβάνει χωράφια και λιβάδια τα οποία είναι άγονα (σε στρέμματα)
Δασώδη: Λιβάδια που είναι κυρίως δασώδεις εκτάσεις, αλλά όχι επισήμως δασικές εκτάσεις (σε στρέμματα)
Δέντρα: Στη συντριπτική πλειοψηφία ελαιόδεντρα και ελάχιστες καρυδιές και αμυγδαλιές

Τα νούμερα αυτά προκύπτουν από τους αναλυτικούς πίνακες που περιέχει η σύμβαση. Συνολικά, 797.798,07 στρέμματα. Η ίδια η σύμβαση υπολογίζει τα σύνολα ως 141.333 στρέμματα αγρών και 601.544 λιβαδιών (σύνολο 742.877 στρέμματα), αλλά ενδεχομένως κάποια στρέμματα να είχαν ανταλλαχθεί παλαιότερα, οπότε γι’αυτό δε μετράνε στο σύνολο ή απλά έγιναν τυπογραφικά λάθη στους αναλυτικούς πίνακες.

Συνολικά στην αγοραπωλησία ενεπλάκησαν 141 μονές, το οποίο σημαίνει πως κατά μέσο όρο κάθε μονή είχε πριν τη σύμβαση περίπου 1.256 στρέμματα αγρών και 6.346 στρέμματα βοσκοτόπων.

Για τα κτήματα αυτά η Εκκλησία αποζημιώθηκε με 15 δις χάρτινες δραχμές μετρητοίς σε τρεις δόσεις και 82,601 δις σε αστικά ακίνητα (πίνακας Δ). Συγκριτικά, το Μέγαρο Μαξίμου που αγοράστηκε το 1952 επίσης είχε αποτιμηθεί στα 11 δις.

Αν αναρωτιέστε πόσα λεφτά είναι αυτά σε σημερινά, η απάντηση είναι λιγουλάκι περίπλοκη, καθώς η Τράπεζα της Ελλάδος έχει αρχεία πληθωρισμού από το 1960 και μετά. Επίσης πρέπει να συμπεριλάβουμε στον υπολογισμό την υποτίμηση 50% της δραχμής το 1953, ενώ για τον πληθωρισμό ενδιάμεσα χρησιμοποίησα αυτή την πηγή (15,1% το 1953, 5,8% το 1954, 3,6% το 1955 και 1,7% μέσο όρο την περίοδο 1956-60). Επίσης το 1954 κόπηκαν και 3 μηδενικά από τις δραχμές. Συνολικά μεταξύ 1952 και 1960 το αρχικό ποσό αλλάζει κατά συντελεστή 0,002699197. Χρησιμοποιώντας αυτό το υπολογιστικό πρόγραμμα το συνολικό ποσό της σύμβασης ήταν σε σημερινά λεφτά 72.406.793€. Εναλλακτικά, το ποσό αντιστοιχούσε σε περίπου 20 εκατομμύρια μεταλλικές δραχμές, ήτοι 80.260 kgr αργύρου.

Παίρνοντας το δικό μου νούμερο στρεμμάτων που είναι μεγαλύτερο (οπότε τα νούμερα είναι λίγο χαμηλότερα), προκύπτει μια μέση τιμή της τάξης των 91€ ανά στρέμμα (331€ για τα χωράφια και 53€ για τα λιβάδια). Οι τιμές είναι στο 1/3 της αγοραστικής της εποχής. Οι πλήρεις τιμές ήταν περίπου αντίστοιχες με τις σημερινές (1000€ ανά στρέμμα κατά μέσο όρο για ξερικά και ποτιστικά· σήμερα τα ποτιστικά είναι περίπου στα 1700€ το στρέμμα), αν και πρέπει να σημειωθεί πως το γεγονός ότι για πολλές εκτάσεις υπήρχε αντιδικία μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας και αυτό κράταγε τις τιμές κάπως χαμηλότερες.

Μετά την αγοραπωλησία αυτή, όπως φαίνεται στη σύμβαση, έμειναν στην Εκκλησία της Ελλάδος 39.310 στρέμματα αγρών και 303.649 στρέμματα λιβαδιών (στις περιοχές που συμπεριελήφθησαν στη Σύμβαση).

Στο άρθρο του Σταλίδη αναφέρονται τα εξής (υπογραμμίσεις δικές μου):

Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακήρυξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνουσα περιουσία της. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η “μισθοδοσία” των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό – του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 – ως υποχρέωσις του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο – όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932 – συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ’ άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ’ αυτού.

Αυτό το επιχείρημα αποτελεί μόνιμο σημείο της στήριξης της μισθοδοσίας του κλήρου από και όπως μπορεί να δει όποιος διαβάσει το ΦΕΚ με τη Σύμβαση, δεν αληθεύει και είναι μάλλον ράδιο-αρβύλα· σίγουρα δεν απορρέει από αυτό το ΦΕΚ, καθώς είχε καθιερωθεί ούτως ή άλλως από το 1945 (βλ. παρακάτω) αν και επιφυλάσσομαι να αναφέρεται σε άλλο ΦΕΚ ή να ειπώθηκε κάποτε προφορικά. Επίσης είναι ασαφές ποιος είναι ο “νόμος του 1932” στον οποίο γίνεται μνεία. Το πρώτο σημείο όμως αληθεύει… εν μέρει. Το τελευταίο άρθρο της Σύμβασης αναφέρει:

Ἄρθρον 19
1. Γίνεται μνεία ὅτι ἀπὸ τῆς τὴν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως δημοσιεύσεως τοῦ κατ’ ἐφαρμογὴν τῆς παρ.1 τοῦ ἄρθρου 36 τοῦ ὑπ. ἀριθμ. 2185/1952 Ν.Δ/τος ἐκδοθησομένου κυρωτικοὺ τῆς Συμβάσεως Βασιλικοῦ Διατάγματος, ἑξαντλείται, συμφώνως τῇ παρ.5 τοῦ αὐτοῦ ὡς ἄνω ἄρθρου καὶ Ν.Δ/τος πᾶν δικαίωμα τοῦ Κράτους ἀπορρέον ἐκ τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 104 τοῦ Συντάγματος, ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἀναγκαστικὴν ἀπαλλοτρίωσιν ἢ ἀναγκαστικὴν μίσθωσιν κτημάτων ἀνηκόντων εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἐπιφυλαττομένων πάντως τῶν δικαιωμάτων (πρὸς ρύθμησιν δ’ εἰδικῶν Νόμων ἰδιορρύθμων ἐμπραγμάτων σχέσεων (πλὴν ἐμφυτευτικὼν καὶ ἀγροληπτικὼν) ὑφισταμένων ἐπὶ κτημάτων τῆς Ἐκκλησίας) τῶν ἀπορρεόντων ἐκ τῶν διατάξεων τῆς τελευταίας παραγράφου (9ης) τοῦ αὐτοῦ ἄρθρου 104 τοῦ Συντάγματος καὶ τῶν ἀπορρεόντων ἐκ διατάξεων εἰδικῶν Νόμων ρυθμιζουσὼν τάς ἐν τῇ αὐτῇ παραγράφω (9ῃ) σχέσεις, καὶ τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 37 παρ. 15 τοῦ Νομ. Δ/τος 2185/1952.

Δηλαδή το Κράτος υπόσχεται να μην ξανακάνει χρήση του δικαιώματος που του δίνει το άρθρο 104 του Συντάγματος του 1952 (για τα επόμενα 2 χρόνια που θα ήταν σε ισχύ). Δεν ήταν υπόσχεση δηλαδή ες αεί. Απλά για εκείνη τη συγκεκριμένη συγκυρία.

 

 

Πρέπει να σημειωθεί πως δεν συμπεριελήφθησαν στη Σύμβαση όλες οι Μητροπόλεις της Επικρατείας. Όπως φαίνεται και στο χάρτη με κόκκινο, από τη Σύμβαση εξαιρέθηκαν (πράξει) οι Μητροπόλεις των Νομών Κιλκίς, Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Καβάλας, Λήμνου, ολόκληρη η Θράκη, η Κρήτη και τα Δωδεκάνησα. Για ποιο λόγο δεν μπορώ να ξέρω. Μπορώ να υποθέσω βέβαια ότι πρέπει να είναι κάποιος συνδυασμός του ότι υπάγονται στις Νέες Χώρες (αν και άλλες ανήκουν στις Νέες Χώρες και συμπεριελήφθησαν) και επειδή είναι ακριτικές περιοχές. Τα Δωδεκάνησα πιθανώς δεν επηρεάστηκαν επειδή προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα μόλις το 1947 (οπότε ενδεχομένως δεν είχαν καταρτιστεί πίνακες περιουσίας ακόμη).

 

Από τη Σύμβαση πάντως είχαν εξαιρεθεί ρητώς στο Ν.Δ. 2185/1952 αρ.38 οι εκ του Πατριαρχείου Κων/πόλεως εξαρτημένες μονές του Αγ. Όρους, η Αγ. Αναστασία Φαρμακολύτρια στη Χαλκιδική, η Μονή Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη, η Μονή Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο και όλες οι πατριαρχικές και σκηνοπηγιακές μονές των Δωδεκανήσων.

Περίοδος 1960-1980

Η περίοδος αυτή υπήρξε ιδιαίτερα ήσυχη για την εκκλησιαστική περιουσία. Αυτό δεν είναι ιδιαίτερα αξιοπερίεργο, δεδομένης της πολιτικής αστάθειας της περιόδου και της μετέπειτα (γενικώς) φιλικής σχέσης της Χούντας των Συνταγματαρχών με την Εκκλησία της Ελλάδος την περίοδο 1967-1974.

 

Το μόνο ενδιαφέρον περιστατικό είναι η αλλαγή του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος δύο φορές μέσα σε αυτή την περίοδο. Μία λίγο πριν το Πραξικόπημα, το Φεβρουάριο του ’69 (ΦΕΚ 27A/17.02.1969 ) και άλλη μία το 1974, η οποία και επαναφέρει πρακτικά τον Καταστατικό Χάρτη του 1943 (ΦΕΚ 278A/03.10.1974 ).

 

Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας άρχισε να ανακινείται πάλι. Ενδιαφέρον άρθρο της εποχής εμφανίζεται στο “Βήμα της Κυριακής” από τον Κ. Σακελλαρίου. Το άρθρο το βρήκα ανατυπωμένο στο βιβλίο του Κοκκίνη (σελ.323-330) και περιέχει, πρώτον, κάποια ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία (ουσιαστικά την διατηρούμενη περιουσία βάσει της Σύμβασης του 1952 με κάποιες επικαιροποιήσεις, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα) και δεύτερον, το ενδιαφέρον παρασκήνιο της επανέναρξης των συζητήσεων για την εκκλησιαστική περιουσία.

 

Σύμφωνα με το άρθρο (που επικαλείται ως πηγή τον ΟΔΕΠ), η μοναστηριακή περιουσία το 1979 χωριζόταν ως εξής:

 

 




  392.149   δασικά

  409.837   ρευστοποιητέα     13.390   αγροτικά
1.283.947 συνολικά  

  4.298   διακατεχόμενα*

  874.110   διατηρούμενη

 

 

Διακατεχόμενες είναι οι εκτάσεις για τις οποίες είτε δεν υπάρχουν τίτλοι κτήσης, είτε αντιδικία, είτε έχουν καταπατηθεί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όλα τα στρέμματα είναι διακαταχόμενα λόγω δικαστική διαμάχης. Την εποχή του άρθρου η Πολιτεία από τη μεριά της θεωρούσε αναγνωρισμένο το 60% της εκκλησιαστικής περιουσίας και το 40% διακατεχόμενο.

 

 

Το τελευταίο τμήμα του άρθρου, που λόγω παλαιότητας δεν υπάρχει στο διαδίκτυο, το μεταφέρω παρακάτω. Θα παρατηρήσετε και το ενδιαφέρον παρασκήνιο μέσα στην Ιερά Σύνοδο και τους σκληρούς χαρακτηρισμούς. Επίσης θα παρατηρήσετε πως ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ήταν υπέρ της συμφωνίας με το Κράτος, αλλά στην πορεία στράφηκε εναντίον της.

 

Ποιοι και γιατί αντιδρούν;

 

Το θέμα της αξιοποιήσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας απασχολεί εδώ και τρία χρόνια την ηγεσία της Ελλαδικής Εκκλησίας και την Πολιτεία. Το 1976, ύστερα από συνεννοήσεις που έκανε ο Αρχιεπίσκοπος κ. Σεραφείμ με την κυβέρνηση, ο τότε υπουργός Παιδείας κ. Γ. Ράλλης συγκρότησε ειδική επιτροπή από αρχιερείς για το ίδιο θέμα. Αποτέλεσμα της εργασίας και των δύο επιτρόπων ήταν η σύνταξη ενός προσυμφώνου μεταξύ της Εκκλησίας και Πολιτείας, που προέβλεπε την παραχώρηση των 4/5 της εκκλησιαστικής περιουσίας στην Πολιτεία και αυτή, σε αντιπαροχή, θα δώσει κατάλληλους όρους δομήσεως και αξιοποιήσεως εκκλησιαστικών εκτάσεων στην ύπαιθρο χώρα. Επίσης η Πολιτεία θα αναλάμβανε την υποχρέωση να παραχωρήσει 200.000 στρέμματα εκκλησιαστικών αγροτικών εκτάσεων και ελαιώνων σε ακτήμονες καλλιεργητές.

 

Οι προσπάθειες του αρχιεπισκόπου κ. Σεραφείμ και των συνεργατών του για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας προκάλεσαν την έντονη αντίδραση γνωστών σκοταδιστών ρασοφόρων μέσα και έξω από την Ιεραρχία.

 

Έτσι, μητροπολίτες και άλλοι κληρικοί, άρχισαν να τορπιλίζουν τις σχετικές προσπάθειες για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.

 

Στόχος των αντιδραστικών αρχιερέων -των γνωστών θορυβοποιών και συνεργατών των εξωεκκλησιαστικών οργανώσεων- είναι η πρόκληση προστριβών και η δημιουργία αντιδικίας μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας καθώς και η ανατροπή κάθε σχεδίου που θα αποβλέπει στην αναδιοργάνωση και στον εκσυγχρονισμό της Ελλαδικής Εκκλησίας.

 

Οι σκοποί των σκοταδιστών αρχιερέων και των συνεργατών τους φάνηκαν ολοκάθαρα και στην τελευταία συνεδρίαση της έκτακτης Συνόδου της Ιεραρχίας -στις 26 Φεβρουαρίου ε.ε. [1979]- όπου αντέδρασαν έντονα σε κάθε πρόταση για παραχώρηση της εκκλησιαστικής περιουσίας στην Πολιτεία, ώστε η Εκκλησία να αξιοποιήσει την υπόλοιπη και να μπορέσει να επιτελέσει την κοινωνική της αποστολή.

 

Οι ίδιοι αρχιερείς αδιαφόρησαν προκλητικά, όταν ο Αρχιεπίσκοπος επισήμανε στην ίδια συνεδρίαση, ότι η Εκκλησία, αν και έχει πελώρια σε έκταση περιουσία, αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα, ότι κινδυνεύει να κλείσει το νοσοκομείο κληρικών γιατί αντιμετωπίζει τεράστια έξοδα λειτουργίας κι ότι, τέλος, ο κόσμος αγανακτεί σε βάρος της Εκκλησάς γιατί αυτή, αν κι έχει πελώρια περιουσία, στρέφεται στο λαό και ζητεί τη συμπαράστασή του για διάφορες εκδηλώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης.

 

Στα λόγια και στις προειδοποιήσεις του Αρχιεπισκόπου οι οργανωμένοι σκοταδιστές αρχιερείς απαντούσαν με έξαλλες φωνές, πως δεν θα δώσει η Εκκλησία ούτε ένα φλυτζάνι χώμα στην Πολιτεία, πως το Κράτος είναι αρπακτικό και ληστρικό.

 

Τελικά, ύστερα από πολύωρη μάχη μέσα στην αίθουσα της Ιεραρχίας, στην οποία πρωτοστάτησαν νέοι μητροπολίτες -ξεχωρισε ανάμεσά τους ο μητροπολίτης Περιστερίου κ. Χρυσόστομος- η Ιεραρχία αποφάσισε να συγκροτήσει επιτροπή από αρχιερείς, οι οποίοι από κοινού με εκπροσώπους της Πολιτείας θα μελετήσουν το θέμα της αξιοποιήσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας.

 

Αυτή, η τελευταία απόφαση της Ιεραρχίας, μαζί με την απόφαση της προηγούμενης μέρας, όπου οι ίδιοι σκοταδιστές και αντιδραστικοί αρχιερείς αναγκάστηκαν να αναγνωρίσου, ότι υπάρχει για την Εκκλησία πρόβλημα νεκρών γάμων, αποτελεί ένα καλό σημάδι για το μέλλον. Πως η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος θα πάψει να είναι άθυρμα στα χέρια των σκοταδιστών μητροπολιτών, που θέλουν την Ελληνική Εκκλησία να εξακολουθεί να ζει στο μεσαίωνα και να βρωμάει μούχλα και σαπίλα. Κι αυτό το ευοίωνο σημάδι να σημάνει σύντομα και το τέλος των μερικών άλλων αρχιερέων: Των καιροσκόπων μητροπολιτών. Που καθορίζουν τη στάση τους ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν εκείνη την ώρα μέσα στην αίθουσα της Ιεραρχίας. Είναι αυτοί, με τα ηχηρά ονόματα, τις μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις, αλλά και με τα πολύ χαμηλά αναστήματα. Που άλλα σκέπτονται, άλλα υπόσχονται να πουν, άλλα λένε και άλλα ψηφίζουν…
Κώστας Σακελλαρίου, Το Βήμα της Κυριακής (04.02.1979)
 
 
ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΑΓΡΟΙ ΛΙΒΑΔΙΑ ΔΑΣΗ
1979
1952 1979 1952 1979
Αρχιεπισκοπή Αθηνών



43.253
Αιτωλίας και Ακαρνανίας 288 663

116.350
Αργολίδος 706 706 3.287 3.287
Άρτης 217 352 26.000 26.000 300
Βεροίας 436 4.990

18.600
Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως 516 548 150 150 4.050
Γρεβενών 223 223 7.000 7.000 3.000
Δημητριάδος 1.223 2.495

18.833
Δράμας

50 50 50
Δρυϊνουπόλεως-Βέλλας και Κονίτσης 796 981 25 25 6.555
Ζακύνθου 521 1.866 300 300 25
Ηλείας 727 1.060 3.250 3.250 100
Θεσσαλιώτιδος 231 354

1.827
Θηβών και Λεβαδείας 73 1.620 69.780 136.760
Θήρας 174 1.388 69 4
Ιωαννίνων 987 1.068 4.632 2.334 12.357
Καλαβρύτων και Αιγιαλείας 4.427 11.780 4.715 4.715 38.870
Καρυστίας 299 754 400 400 12.334
Καστοριάς 279 309 30 30 593
Κερκύρας 15 248


Κεφαλληνίας 2.125 6.966 1.616 4.183 3.334
Κίτρους 215 215

55
Κοζάνης 196 278 5.300 5 17.100
Κορινθίας 733 1.143 26.250 35.250 5.057
Λαρίσης 135 135 32 31
Λευκάδος και Ιθάκης 102 110

440
Μαντινείας και Κυνουρίας 3.545 6.177 8.320 8.320 8.000
Μεσσηνίας 4.585 1.756


Μηθύμνης 80 2.131 230 230
Μυτιλήνης 394 462 5.630 4.630 620
Ναυπακτίας και Ευρυτανίας 817 2.942 3.643 3.643 577
Παραμυθίας 107 412 400 400 2.630
Παροναξίας 785 976 6.100 5.080
Πατρών 614 614 12.500 12.500 2.630
Πρεβέζης

2.000 2.000
Σάμου-Ικαρίας 465 11.511

3.561
Σερρών 540 5.564


Σισανίου και Σιατίστης 352 364 2.513 2.513 200
Σπάρτης 1.078 1.077 6.320 6.320
Σύρου-Τήνου 6.085 4.364 1.577 1.577
Τρίκκης και Σταγών 359 482 98.031 98.030 14.610
Ύδρας – Σπετσών 2.024 2.295

15.821
Φθιώτιδος 696 1.439 1.500 1.500 1.350
Φωκίδος 216 538 2.000 2.000 1.300
Χαλκίδος 108 1.922

60.000
Χίου 818 2.242


ΣΥΝΟΛΟ 39.310 87.520 303.649 372.517 414.382
 
 
 

εκτάσεις σε στρέμματα / τα πλάγια γράμματα δηλώνουν διορθώσεις φανερών τυπογραφικών λαθών
Δάση: Δασικές εκτάσεις (όχι απλά “δασώδεις”)
1952: Σύμβαση ΦΕΚ 289Α/08.10.1952
1979: Άρθρο Κώστα Σακελλαρίου, “Ποια είναι και πού βρίσκεται η περιουσία της Εκκλησίας που φτάνει τα 10 δις δραχμές”, Βήμα της Κυριακής 04.02.1979 (βάσει μερικώς ενημερωμένων πινάκων του ΟΔΕΠ).

 
 

 
 
 Αντώνης Τρίτσης
Υπουργός Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος 1986-88 της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου
 
 
 

Ο Νόμος Τρίτση 1987

 
 

Όπως δείχνει το παραπάνω άρθρο του Σακελλαρίου, η συζήτηση για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας είχε ξεκινήσει από τη μεταπολίτευση και συνεχίστηκε μέχρι το 1987, όταν ψηφίστηκε στη Βουλή ο Νόμος Τρίτση (της εκκλησιαστικής περιουσίας, διότι υπάρχει με το ίδιο όνομα και νόμος για τα αυθαίρετα… δεν είναι ο ίδιος νόμος). Ενδιαμέσως έγιναν κι άλλες προσπάθειες δήμευσης εκκλησιαστικής περιουσίας, με νομοσχέδιο του Ράλλη το ’76, του Βαρβιτσιώτη το ’78, του Κακλαμάνη το ’85 και του ίδιου του Τρίτση το ’86. Όλες αυτές οι προσπάθειες δεν προχώρησαν όμως.

 

Πάντως η εκκλησιαστική περιουσία είχε αρχίσει να ανακάμπτει από τη Σύμβαση του 1952. Όπως διαβάζουμε στο άρθρο του Λέκκου:

 

Όταν το 1987 ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος 1700/87 (νόμος Τρίτση) που αποτελεί μία ακόμη προσπάθεια για την οριστική αποψίλωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δόθηκε αφορμή να δημοσιευθούν σημαντικά κείμενα. Μεταξύ αυτών και ένα υπό τον τίτλο “ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα” (περιοδικό “Εκκλησία” 1-15/4/1987, σελίδες 254-55). Με αναμφισβήτητα στοιχεία, στηριγμένο σε μελέτη των Θ. Τσούμα και Δ. Τασιούλα που εκδόθηκε επίσημως από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος λίγο αργότερα, το 1988, αποδεικνύεται ότι στο σύνολο της αγροτικής γης της Ελλάδος ανήκουν.

 

ΔΗΜΟΣΙΟ

43.598.000 στρέμματα

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

15.553.200 στρέμματα

ΕΚΚΛΗΣΙΑ

1.282.300 στρέμματα

ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ

1.098.400 στρέμματα

 

Από αυτά τα 1.282.300 στρέμματα ιδιοκτησίας της Εκκλησίας, τα 367.000 είναι δασικές εκτάσεις, τα 745.400 βοσκότοποι και μόνο τα 169.900 γεωργική καλλιεργίσιμη γη. Δηλαδή οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της αντιστοιχούν μόλις στο 0.48% του συνόλου της γεωργικής γης της χώρας μας!

 

Η αύξηση, βάσει αυτών των αριθμών είναι μπόλικη. Τα χωράφια εμφανίζονται σχεδόν διπλάσια (περίπου 85.000 το 1952 προς 167.000 το 1988), ενώ κατά 40% περίπου αυξημένα τα λιβάδια (από 530.000 το 1952 σε 745.000 το 1988).

 

Ο Νόμος Τρίτση N.1700/1987 (ΦΕΚ 61Α/06.05.1987) ήταν καθολικός και δεν άφηνε πολλά περιθώρια στην Εκκλησία, καθώς το άρθρο 3 ουσιαστικά μεταβίβαζε όλη την μοναστηριακή περιουσία στο Κράτος μετά πάροδο 6 μηνών για συνεννόηση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Υποθέτω πάντως πως η προθεσμία ήταν περισσότερο τυπική και διεκπεραιωτική αφού συναντήσεις πολιτικών και εκκλησιαστικών παραγόντων γίνονταν καθ’όλη τη δεκαετία του ’80.

 

Η ψήφιση του Νόμου Τρίτση ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην Ιεραρχία, η οποία φρόντισε αυτή τη φορά να τη μεταφέρει και στο λαό με συλλαλητήρια. Αν ο Σεραφείμ ήταν υπέρ κάποιας συμφωνίας στα τέλη του ’70, μια δεκαετία μετά ήταν πλέον στο άλλο στρατόπεδο. Παραδόξως όμως ο Θωμάς Τσάτσης αναφέρει πως το θέμα δεν σκάλωσε στην περιουσία, αλλά στη συμμετοχή λαϊκών στα μητροπολιτικά συμβούλια και στην αλλαγή σύνθεσης του ΟΔΕΠ (χαρακτηριστικά μεταφέρει τα λόγια του Μητσοτάκη να κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ πως επιχειρεί οικονομική και διοικητική υποδούλωση της Εκκλησιας, τέτοια που ούτε ο Μωάμεθ ο πορθητής δεν προσπάθησε). Επίσης η Εκκλησία κατέφυγε και στο Συμβούλιο της Επικρατείας που ουσιαστικά ακύρωσε το άρθρο 8 του Νόμου Τρίτση περί ΟΔΕΠ (απόφαση 5057/1987*)

 

* Τμήματα από την απόφαση αυτή του Συμβουλίου της Επικρατείας συμπεριλαμβάνονται και στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως δεδικασμένα και συχνά συγχέονται και αποδίδονται στους δικαστές. Απαιτείται προσοχή στην ανάγνωση..

 















Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ
Κατά κόσμος Βησσαρίων Τίκας, χρημάτισε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών την περίοδο 1974-1998





Η λαϊκή συμμετοχή στα συλλαλητήρια, που ήταν ένα παράξενο κράμα πολιτικής δήλωσης και θρησκευτικής υστερίας (δυστυχώς, όχι πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα), θα βοηθούσε εν τέλει την Εκκλησία να σκοράρει την πρώτη της νίκη στη σύγχρονη Ελλάδα.

Ο Νόμος Τρίτση πρακτικά ακυρώθηκε και ακολούθησε η Σύμβαση του N.1811/1988 (ΦΕΚ 231Α/13.10.1988) . Η σύμβαση, που κατά τον Τσάτση συνεφωνήθη σε κατ’ιδίαν συναντήσεις μεταξύ Ανδρέα Παπανδρέου και Σεραφείμ απουσία του Τρίτση, υπογράφηκε σχεδόν από όλες τις μονές τις χώρας (149), με εξαίρεση κάποιες που αποφάσισαν να καταφύγουν στα διεθνή δικαστήρια, και προέβλεπε:

Άρθρο 2

  • Δικαιώματα επιβολής κοσμιότητας σε ακτίνα 1000 μέτρων γύρω από τις μονές

  • Αναπαλλοτρίωτη έκταση σε ακτίνα 200 μέτρων γύρω από τις μονές

  • Διατήρηση του 10% των αγροτικών εκτάσεων της εκάστοτε μονής (200 στρ max ή 50 στρ αν η μονή είχε περιουσία μικρότερη των 300 στρ)

  • Διατήρηση του 10% των χορτολιβαδικών εκτάσεων της εκάστοτε μονής (500 στρ max)

  • Διατήρηση 4 στρ γύρω από τα διάφορα μετόχια

  • Κάποιες ειδικές διατάξεις και παραχωρήσεις για μονές σε τουριστικά αξιοποιήσιμες περιοχές

  • Επιπλέον ειδικές διατάξεις για συγκεκριμένες μονές σε ακριτικά μέρη

Άρθρο 3

  • Κατάργηση του ΟΔΕΠ και μετάβαση της διαχείρισης της εναπομείνασας περιουσίας στις Μονές και την Εκκλησία

  • Μετάταξη των υπαλλήλων του ΟΔΕΠ στο ευρύτερο Δημόσιο

  • Τίθενται οι βάσεις για την ίδρυση του ΕΚΥΟ (αν και θα χρειαστούν 10 χρόνια περίπου για να ιδρυθεί επίσημα)

Άρθρο 4

  • Ανάληψη της μισθοδοσίας των ιεροκηρύκων που μισθοδοτούνταν από τον ΟΔΕΠ

  • Κονδύλι 1% του προϋπολογισμού του Υπουργείου Παιδείας για ενίσχυση των μοναστηριών προς διανομή βάσει οδηγιών της Δ.Ι.Σ.

Οκτώ Μονές αρνήθηκαν να υπογράψουν τη σύμβαση και κατέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

  • Άνω Ξενίας

  • Οσίου Λουκά

  • Μεταμορφώσεως Σωτήρος (Μεγάλο Μετέωρο)

  • Αγία Λαύρα

  • Μονή Ασωμάτων (Πετράκη)

  • Χρυσολεόντισσα Αιγίνης

  • Μεταμορφώσεως Σωτήρος Φλαμουρίου

  • Μεγάλου Σπηλαίου

Μετά από πολυετή διαμάχη, το Δεκέμβριο του 1994 οι μονές αυτές δικαιώθηκαν. Την απόφαση του Δικαστηρίου την έχω αποθηκεύσει και τοπικά για όποιον θέλει να τη διαβάσει. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα σημεία 58-62 που σχετίζονται με το δικαίωμα των μονών στη χρησικτησία.

Αν και η απόφαση αυτή ίσχυε ρητά μόνο για τις μονές που δεν είχαν συνυπογράψει τη Σύμβαση του 1988, η Κυβέρνηση εγκατέλειψε πρακτικά και το Νόμο Τρίτση και τη Σύμβαση του 1988. Παραδόξως βέβαια εφήρμοσε την κατάργηση του ΟΔΕΠ, που περιλαμβάνεται στον ίδιο νόμο. Και έτσι κλείνει η τελευταία απόπειρα της Κυβέρνησης να αποσπάσει περιουσία από την Εκκλησία.

Σήμερα

Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια μνημονίων και μια φρέσκια αριστερή κυβέρνηση (αν και την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές μάλλον ψιλομπαγιάτεψε), έχει αρχίσει πάλι να ακούγεται το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Αλλά με τις εξελίξεις των δύο τελευταίων αιώνων, είναι νομίζω αρκετά σαφές πως το θέμα έχει λήξει οριστικά. Ό,τι πήρε το κράτος, πήρε. Τώρα η Εκκλησία έχει πολύ περισσότερες γραμμές άμυνας και ένα σημαντικό δεδικασμένο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η μόνη περίπτωση απώλειας εκκλησιαστικής περιουσίας πλέον θα είναι να γίνει εθελοντικά από την ίδια την Εκκλησία.

Όσον αφορά τα στατιστικά αυτή την περίοδο, σύμφωνα με άρθρο του Ν. Παπαχρήστου από το Κτηματολόγιο φαίνεται πως η Εκκλησία αυτή τη στιγμή έχει δηλώσει 855.000 στρέμματα, εκ των οποίων τα μισά είναι διακατεχόμενα. Αυτό και μόνο εγγυάται πως θα περάσουν τουλάχιστον 10-15 χρόνια χαρωπών δικαστικών διαμαχών μέχρι να λήξει το θέμα του Κτηματολογίου και να καταλαγιάσει το πράγμα.

Παρακάτω θα βρείτε κι έναν ενδιαφέροντα πίνακα με την εξέλιξη του αριθμού των μονών με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία που βρήκα για το 1984.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΡΙΘΜΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 1858-1984




 


ΝΟΜΟΣ 1858 1890 1896 1907 1976 1984
ΣΥΝΟΛΟ 141 122+74
196
111+72
183
141+67
208
278+259
537
242+279
521
Αττικής 17 12 11 5 90 60
Βοιωτίας 6 10 14
Αιτωλοακαρνανίας 7 7 7 5 9 10
Ευβοίας 13 12 12 11 13 15
Φθιώτιδος 8 8 8 7 11 10
Φωκίδος 3 3 3
Αργολίδος 4 13 18 7 10 11
Κορινθίας 8 31 24
Αρκαδίας 17 14 15 16 18 18
Αχαΐας 29 22 19 16 18 20
Ηλείας 4 22 15
Λακωνίας 26 17 5 38 5 8
Μεσσηνίας 5 4 4 4 19 15
Κυκλάδων 15 13 12 11 19 19
Ζακύνθου
5 7 5 4 8
Κερκύρας
9 12 5 13 13
Κεφαλληνίας
14 11 11 9 9
Λαρίσης
6 6 1 4 5
Μαγνησίας
4 9 11
Τρικάλων
32 29 15 12 14
Καρδίτσης
10 7 7
Άρτης
8 7 8 4 4
Ευρυτανίας


2 2 2
Λευκάδος


6 4 2
Θεσπρωτίας



2 2
Ιωαννίνων



11 10
Πρεβέζης



3 2
Έβρου



1 3
Ξάνθης



2 2
Ροδόπης



2 2
Γρεβενών



2 2
Δράμας



3 2
Ημαθίας



4 4
Θεσσαλονίκης



8 6
Καβάλας



4 4
Καστοριάς



3 3
Κιλκίς



2 2
Κοζάνης



7 7
Πέλλης



4 5
Πιερίας



2 3
Σερρών



11 8
Φλωρίνης



1 1
Χαλκιδικής



2 6
Αγίου Όρους



32 33
Ηρακλείου



14 17
Λασιθίου



10 10
Ρεθύμνης



9 11
Χανίων



7 7
Λέσβου



6 6
Σάμου



3 9
Χίου



19 11
Δωδεκανήσου



17 26
ΣΥΝΟΛΟ 141 196 183 208 537 521

 

 

 

ΠΗΓΕΣ
1858: Έγγραφα Ιεράς Συνόδου 8705/17.10.1857 και 8809/14.08.1858
1890: Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Πίνακας των κατά το κράτος υπαρχόντων Μοναστηρίων, Μέρος Α΄, Διατηρούμενα (Αθήνα, Οκτώβριος 1890)
1896: Κοφινιώτης Ευάγγελος, “Η Εκκλησία εν Ελλάδι”, Αθήναι, 1897
1907: Επετηρίδα Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως 1907-1908, σελ.15-29
1976: Κοκκίνης, σελ. 276-277
1984: Ημερολόγιον της Εκκλησίας της Ελλάδος του δισέκτου έτους 1984 (Αθήνα 1984)

 


 

 

Σε αντίθεση με την εκκλησιαστική περιουσία, η μισθοδοσία του εφημεριακού κλήρου είναι πολύ πιο ξεκάθαρη υπόθεση, αν και έχει κι αυτή κάποια μυθοπλασία γύρω της.

Ενοριακή Μισθοδοσία

Από τις απαρχές του Ελληνικού Κράτους, η Πολιτεία σπάνια μεριμνούσε άμεσα για την μισθοδοσία του εφημεριακού κλήρου. Έμφαση διδόνταν κυρίως στη μισθοδοσία των Ιεραρχών, ιεροκηρύκων και συναφών ανώτερων βαθμίδων της ιεροσύνης. Οι εφημέριοι πληρώνονταν κυρίως άμεσα με συνδρομές από τους ενορίτες, συχνά σε είδος, και πολύ σπανιότερα από την Εκκλησία σε μετρητά.

Νομοθεσία σχετικά με το αντικείμενο αυτό είναι δυσεύρετη. Η πρώτη σοβαρή αναφορά που βρήκα ήταν στη νομοθεσία αναδιάρθρωσης του Εκκλησιαστικού Ταμείου σε Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο με το Ν.3414/1909 (ΦΕΚ 270/19.11.1909 ) η οποία καθιστά πλέον σαφές ποιους πληρώνει το Ταμείο και από πού παίρνει χρήματα:

Περί Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και διοικήσεως Μοναστηρίου
Νόμος ,ΓΥΙΔ΄ (υπ’ αριθμ 3414)

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ἄρθρον 2
Σκοπὸς τοῦ ταμείου εἶνε:
α΄) Ἡ μισθοδοσία τῶν ἐν ἐνεργείᾳ ἀρχιερέων τοῦ Κράτους καὶ ἡ καταβολὴ τοῦ ἐπιδόματος τῶν Συνοδικών.
β΄) Ἡ περιθαλψις τῶν ἐκ γήρατος ἢ νόσου εἰς ἀνικανότητα περιελθόντων ἀρχιερέων καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποστάντων τῆς ἐκτελέσεως τῶν καθηκόντων αὐτῶν.
γ΄) Ἡ μισθοδοσία τῶν ἱεροκηρύκων, διδασκάλων καὶ καθηγητῶν τῶν ἱερῶν μαθημάτων.
δ΄) Ἡ μισθοδοσία τῶν ὑπαλλήλων τῶν ἀποκλειστικὼς δι’ ὑπηρεσίας τοῦ ταμείου χρησιμοποιημένων.
ε΄) Ἡ μισθοδοσία τοῦ προσωπικοῦ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ ἐν γένει ἡ καταβολὴ τῶν δαπανῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τοῦ Ταμείου ὡς καὶ τὰ ὁδοιπορικὰ τῶν ἐκκλησιαστικῶν λειτουργῶν.
ς΄) Ἡ καταβολὴ ἐκκλησιαστικῶν καὶ ἐκπαιδευτικὼν ἐξωτερικῶν δαπανῶν, διὰ τὴν συντήρησιν διὰ τῶν ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ ὀρθοδόξων Ἑλληνικῶν ναῶν.
ζ΄) Ἡ μισθοδοσία τῶν ἐφημερίων καὶ ἡ πλήρωσις ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν σκοπῶν, καθόσον ἐκ τῶν ἐτησίων τακτικῶν ἐσόδων, μετὰ τὴν ἰκανοποίησιν τῶν προηγουμένων σκοπῶν, ὑπολείπονται ἐπαρκῆ περισσεύματα καὶ κατὰ τὰ εἰδικώτερον ἐν ἄρθρῳ 34 ὡρισμένα.
Ἄρθρον 3
Πόροι τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου εἶνε:
α΄) Τὰ περισσεύοντα ἔσοδα τῆς ἐτησίας διαχειρήσεως τῆς περιουσίας τῶν ἐν τῷ Κράτει διατηρουμένων Ἱερῶν Μονῶν, καταργούμενης μὲν τῆς εἰσφορᾶς αὐτῶν ὑπὲρ τοῦ κηρύγματος τοῦ θείου λόγου, ὡς καὶ ἡ εἰσφορὰ ὑπὲρ τῶν δημολογιστῶν, διατηρουμένης δὲ τῆς εἰσφορᾶς αὐτῶν ὑπὲρ τῆς στοιχειώδους ἐκπαιδεύσεως.
β΄) Ἐτήσια εἰσφορὰ δραχμῶν 5.000, καταβαλλομένη ὑπὸ τοῦ Ἱεροῦ ναοῦ τῆς Εὐαγγελιστρίας ἐν Τήνω.
γ΄) Αἱ εἰσπράξεις ἐκ τῶν διὰ τοῦ κατὰ τὴν 12 Ὀκτωβρίου 1909 ὑποβληθέντος εἰς τὴν Βουλὴν νομοσχεδίου, περὶ συμπληρώσεως καὶ τροποποιήσεως κλάσεων τίνων τοῦ δασμολογίου ἐπιβληθέντων νέων καὶ ἐπὶ πλέον τῶν προϋπαρχόντων τελῶν, ἀποδιδόμεναι εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον κατὰ τὰ διὰ Β. Διατάγματος κανονισθησόμενα.
Ἄρθρον 4
Ἕτεροι πόροι τοῦ Ταμείου εἶνε:
γ΄) Τὸ ἥμισυ τῆς κληρονομικὴς περιουσίας τῶν ἀποβιούντων ἐπισκόπων μετὰ προαφαίρεσιν τῶν χρεών, τοῦ ἑτέρου ἡμίσεος αὐτῆς ἀνήκοντος εἰς τοὺς ἐκ τοῦ νόμου καλουμένους εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτῶν, ἐκτὸς ἐὰν διὰ δαθήκης οὔτοι ὁρίσῃ ἄλλως.
δ΄) Τὸ ἥμισυ τῆς κληρονομικὴς περιουσίας τῶν ἱερομονάχων, ὅσοι, ἀποχωρήσαντες τῆς μονῆς αὐτῶν διέζησαν ὡς ἐφημέριοι ἢ ἱεροκήρυκες ἢ καθηγηταὶ ἢ εἰς ἄλλας ἐκκλησιαστικὰς ὑπηρεσίας ἐκτὸς τῆς Μονῆς. Ἐκ τοῦ ἑτέρου ἡμίσεος ἐὰν ὁ ἀποβιωσας ἱερομόναχος δεν ὁρίσῃ ἄλλως διὰ διαθήκης τὸ ἥμισυ, ἤτοι τὸ ἐν τέταρτον τῆς ὅλης κληρονομίας ἀνηκεῖ εἰς τὴν μονὴν τῆς μετανοίας τοῦ ἀποβιώσαντος καὶ τὸ ἕτερον εἰς τοὺς ἐξ ἀδιαθέτου κληρονόμους αὐτοῦ.
ε΄) Τὸ ἥμισυ τῆς κληρονομικὴς περιουσίας τῶν ἄλλων μοναχῶν, μειούσαι τὸ ἀνῆκον μετὰ θάνατον εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον, ἥμισυ τῆς κληρονομίας αὐτῶν, ἀκυρούνται τῇ αἰτήσει τοῦ Ταμείου μέχρι συμπληρώσεως τῆς μερίδος αὐτοῦ.
Δωρεαὶ ἐν ζωῇ ἡ αἰτία θανάτου καὶ ἐν γένει χαριστικαὶ πράξεις κληρονομούμενων ἐπισκόπων, ἱερομονάχων καὶ μοναχῶν, μειούσαι τὸ ἀνῆκον μετὰ θάνατον εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον ἥμισυ τῆς κληρονομίας αὐτῶν, ἀκυρούνται τῇ αἰτήσει τοῦ Ταμείου μέχρι συμπληρώσεως τῆς μερίδος αὐτοῦ.
Οὐδεμίαν ὑπέχει εὐθύνην τὸ Ταμεῖο καὶ ἂν δεν συντάξῃ ἀπογραφὴν πέρα τοῦ ἐκκαθαρισθέντος ἐνεργητικοὺ τῆς ἀνηκούσης αὐτῷ κληρονομικὴς μερίδος.
Ἄρθρον 5
Ἕτεροι πόροι τοῦ Ταμείου εἶνε:
ς΄) Δωρεαί, κληρονομίαι καὶ κληροδοσίαι τῶν εὐσεβῶν.
ζ΄) Αἱ κρατήσεις λόγῳ συντάξεως πάντων τῶν μισθοδοτούμενων ἐκ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, καὶ
η΄) Τὰ πρόστιμα καὶ αἱ χρηματικαὶ ποιναὶ αἱ ἐπιβαλλόμεναι τοῖς κληρικοῖς καὶ μοναχοῖς.
Ἐν Ἀθήναις τῇ 19 Νοεμβρίου 1909

Βασική έγνοια του Ταμείου είναι οτιδήποτε άλλο εκτός του μισθού του εφημεριακού κλήρου, που είναι στον πάτο των προτεραιοτήτων και αφού είχαν καλυφθεί όλες οι προηγούμενες ανάγκες. Αν πιστέψουμε τις αναφορές πως το Εκκλησιαστικό Ταμείο ποτέ δεν είχε επαρκείς πόρους για να καλύψει όλες τις ανάγκες του, ο εφημεριακός κλήρος δεν πήρε δεκάρα βάσει αυτής της νομοθεσίας.

Μάλιστα η μισθοδοσία των εφημερίων δεν ήταν πάντα σε χρήμα, αλλά συχνά και σε είδος, όπως φαίνεται στο παρακάτω ΦΕΚ (317Α/10.09.1938) , λίγο πριν την αλλαγή καθεστώτος στη μισθοδοσία.

Περὶ Ἱερῶν Ναῶν καὶ Ἐφημερίων
Ἀναγκαστικὸς Νόμος ὑπ’ ἀριθμ 1369.1938

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β΄
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ἄρθρον 82
1. Οἱ μισθοὶ τῶν εἰς εἶδος ἀμειβομένων ἐφημερίων διατηροῦνται ἐν ἰσχῦϊ, ἐφ’ ὅσον οἱ ἐφημέριοι διὰ ἐγγράφου δηλωτέως τῶν προκρίνουσι τὴν διατήρησιν αὐτῶν […]
4. Ἡ εἰς εἶδος ἀμοιβὴ τῶν ἐφημερίων καταβάλλεται ὑπὸ τῶν ἐνοριτὼν κατὰ τὸν χρόνον τῆς συγκομιδῆς, διὰ δὲ τοὺς τυχὸν καθυστερούντας ὑποβάλλεται ὑπὸ τοῦ ἐφημερίου κατάστασις πρὸς τὸ Μητροπολιτικὸν Συμβούλιον, ὅπερ, ἐλέγχον ταύτην καὶ ἀποτιμῶν τὸ εἶδος, ἀποστέλλει τὴν κατάστασιν εἰς τὸν Δημόσιον Ταμίαν, ὑποχρεούμενου να ἐνεργήσηῃ τὴν εἴσπραξιν κατὰ τάς διατάξεις “περὶ εἰσπράξεως Δημοσίων Ἐσόδων”. Τὸ ἐντεῦθεν εἰσπραττόμενον ποσὸν ὁ Δημ. Ταμίας ἀποδίδει εἰς τὸν δικαιοῦχον ἐφημέριον.

Η εις είδος αμοιβή καθίσταται παρωχημένη με το επόμενο ΦΕΚ (ΦΕΚ 42Α/01.02.1940) , λίγο πριν την οριστική αλλαγή καθεστώτος στη μισθοδοσία.

Κρατική Μισθοδοσία

Λίγο μετά την Κατοχή (ίσως για πρακτικούς λόγους, ίσως και λόγω του κομμουνιστικού φόβου και του επικείμενου εμφυλίου) η Κυβέρνηση στρέφει τη μισθοδοσία των εφημερίων πλήρως στο Δημόσιο. Ανέφερα τον κομμουνιστικό φόβο για λόγους ιστορικής πληρότητας, αλλά θεωρώ πως το λογικότερο είναι πως ο Α.Ν.536/1945 (ΦΕΚ 226Α/05.09.1945 ) είναι η φυσική εξέλιξη της ελληνικής νομοθεσίας για αυτό το ζήτημα:

Ἀναγκαστικὸς Νόμος ὑπ’ ἀριθμ 536
Περὶ ρυθμίσεως τῶν ἀποδοχῶν τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐφημεριακοὺ Κλήρου τῆς Ἑλλάδος, τοῦ τρόπου πληρωμὴς αὐτῶν καὶ περὶ καλύψεως τῆς σχετικῆς δαπάνης

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β΄
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ἄρθρον 2
1. Ἀπὸ τῆς 1ης Ὀκτωβρίου 1945 οἱ ἐνοριακοὶ καὶ συναδελφικοὶ Ναοὶ ὡς καὶ τὰ ὑπὸ τὴν διοίκησιν τοῦ Τ.Α.Κ.Ε. ὑπαγόμενα παρεκκλησία καὶ ἐξωκκλήσια ἁπαλλάσονται τῆς ὑποχρεώσεως πρὸς καταβολὴν μισθοδοσίας εἰς τοὺς παρ’ αὐτοῖς ὑπηρετοῦντας ἐφημερίους.
2. Πρὸς κάλυψιν τῆς δαπάνης διὰ τὴν μισθοδοσίαν τῶν ἐφημερίων ὁρίζονται ἀπὸ τῆς 1ης Ὀκτωβρίου 1945 οἱ κάτωθι πόροι
Α) Εἰσφορὰ 25% ἐπὶ τῶν ἀκαθαρίστων εἰσπράξεων τῶν ἐνοριακὼν καὶ συναδελφικῶν, ὡς καὶ τῶν ὑπὸ εἰδικῶν νόμων διεπομένων Ναῶν […]
Β) Ἡ κατὰ τὰ ἄρθρα 3 ἕως καὶ 10 τοῦ παρόντος ἐνοριακὴ εἰσφορὰ.
Ἄρθρον 3
1. Ἐπιβάλλεται ἐνοριακὴ εἰσφορὰ καταβαλλομένη καθ’ ἕκαστον οἰκονομικὸν ἔτος ὑπὸ τῶν ἐν ἑκάστῃ ἐνορία ἐροῦ Ναοῦ κατοικουσῶν ἢ διαμενουσῶν οἰκογενειὼν τῶν ἀνηκουσὼν εἰς τὸ ὀρθόδοξον ἐκκλησιαστικὸν δόγμα […]
Ἄρθρον 9
[…] 2. Ἡ κατὰ τὸν παρόντα νόμον ἐνοριακὴ εἰσφορά, εἰσπραττόμενη κατὰ τάς διατάξεις τοῦ νόμου περὶ εἰσπράξεως δημοσίων ἐσόδων, καταβάλλεται ὑπὸ μὲν τῶν ἐκ τῶν ὑποχρέων κατοίκων Δήμων ἐντὸς τοῦ πρώτου τριμήνου ἑκάστου οἰκονομικοῦ ἔτους, ὑπὸ δὲ τῶν κατοίκων Κοινοτήτων ἐντὸς τριμήνου προθεσμίας ἀρχομένης τὴν πρώτην Ἰουλίου ἑκάστου ἔτους […]
Ἄρθρον 12
1. Τὰ ἐκ τῶν κατὰ τὸ ἄρθρον 2 τοῦ παρόντος νόμου ὁριζομένων πόρων ἔσοδα, βεβαιοῦνται καὶ εἰσπράττονται ὑπὸ ἴδιον χρηματιστικὸ λογαριασμὸν τῆς ληψοδοσίας τοῦ δημοσίου Ταμείου ὑπὸ τὸν τίτλον “Κεφάλαιον πρὸς πληρωμὴν μισθοῦ Ἐφημεριακοὺ Κλήρου”.
2. Αι κατά το άρθρον 11 του παρόντος πληρωμαί του μισθούν του εφημεριακού κλήρου ενεργούνται την 15ην εκάστου μηνός παρά του αρμοδίου δημόσιου Ταμείου[…]

Ο νόμος αυτός καθιερώνει και την πληρωμή των εφημερίων από το Δημόσιο, αλλά και τη συμμετοχή των παγκαριών. Ο νόμος πρακτικά ισχύει και σήμερα με τροποποιήσεις ως προς τα ποσά αμοιβών και συντάξεων των εφημερίων, ενώ τροποποιήθηκε επανειλημμένως ως προς το ποσοστό συμμετοχής της Εκκλησίας από τα παγκάρια, μέχρι που το 2004 ο Κωνσταντίνος Σημίτης κατήργησε τελείως τη συμμετοχή (η οποία, με τον τρόπο που λειτουργούσαν τα παγκάρια στις εκκλησίες και απέδιδαν λογαριασμό στο κράτος, είχε καταντήσει,ούτως ή άλλως, περίγελος).

Το μόνο που απορώ είναι γιατί παραμένει ο μύθος πως η μισθοδοσία των ιερέων από το Κράτος είναι ανταποδοτικός όρος της Σύμβασης του 1952, όταν ισχύει από το 1945. Κι ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι βασικές αρχές του νόμου αυτού δε διαφέρουν και ιδιαίτερα σε φιλοσοφία από το γερμανικό σύστημα θρησκευτικής φορολόγησης (βλ. παρακάτω).

Κατακλείδα

Έχοντας κλείσει την παρουσίαση των ιστορικών στοιχείων, όσο πιο αντικειμενικά μπορούσα (πράγμα αρκετά δύσκολο) τώρα μπορώ να κάνω μερικά δικά μου σχόλια για το θέμα.

Μοντέλο Εξέλιξης

Με τόσα νούμερα και στατιστικά που πέρασαν από τα χέρια μου κατά τη συγγραφή του άρθρου αυτού, το θεώρησα σκόπιμο να προσπαθήσω να βρω κρυμμένες λαμογιές μέσα στα στοιχεία. Είπα λοιπόν να προσπαθήσω να φτιάξω ένα διάγραμμα της ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος δια μέσου των ετών, από το 1830 ως σήμερα.

 

Προφανώς και θα πρέπει να γίνουν κάποιες παραδοχές. Η βασικότερη είναι πως ο ρυθμός αύξησης της ακίνητης περιουσίας από κληροδοτήματα είναι πάνω-κάτω σταθερός βάσει της αύξησης της περιουσίας τις τελευταίες δεκαετίες (που υπάρχουν πιο ασφαλή νούμερα), ήτοι 2500 στρέμματα ανά έτος για τα χωράφια και 3500 ανά έτος για τα λιβάδια (για όλη τη χώρα). Η δεύτερη παραδοχή ήταν η κατανομή των μονών στη χώρα. Εκτός της ομοιογενούς κατανομής, δοκίμασα και την ακριβή κατανομή των μονών ανά νομό, βάσει του πίνακα στην ενότητα “Σήμερα”

 

Οι δύο προσεγγίσεις (ομοιόμορφη κατανομή, ακριβής κατανομή) είχαν σχετικά μικρή διαφορά ως προς το αποτέλεσμα, με την ομοιόμορφη κατανομή να δίνει καλύτερα αποτελέσματα για τα λιβάδια και την ακριβέστερη κατανομή για τους αγρούς. Το διάγραμμα παρακάτω αντικατοπτρίζει το μέσο όρο των δύο προσεγγίσεων.

 


 

 

 

Προς μεγάλη μου ικανοποίηση το μοντέλο αυτό παρήγαγε τιμές πολύ κοντά στις σημερινές υπολογιζόμενες βάσει του Κτηματολογίου. Για το 2015 το μοντέλο βγάζει ένα συνολικό αριθμό στρεμμάτων γύρω στις 930.000 όταν στο Κτηματολόγιο έχουν ήδη δηλωθεί 855.000 (και δεν έχει γίνει Κτηματολόγιο παντού ακόμη). Επίσης οι απώλειες της Εκκλησίας την περίοδο 1830-1930 βγαίνουν γύρω στο 1,2 εκ. στρέμματα. Ο Λαρίσης Δωρόθεος στο βιβλίο του αναφέρει απώλειες 2,5 εκ. στρεμμάτων, αλλά για να είμαι ειλικρινής ο αριθμός του μοιάζει φουσκωμένος και ούτως ή άλλως ο αριθμός αυτός δεν παράγεται από αυστηρά στοιχεία (και υπάρχει περίπτωση, λόγω της στοιχειοθέτησης του βιβλίου, το σύνολο της λίστας που παραθέτει να είναι 2.550,000 στρέμματα και όχι 2.500.000 -ειδικά δεδομένου ότι μιλάει για αστικά ακίνητα. Το αναφέρω όμως για παν ενδεχόμενο). (σελ.64-65)

 

Επίσης αξιοσημείωτο είναι πως ο αριθμός στρεμμάτων που απαιτούνται να βρίσκονται στην ιδιοκτησία της Εκκλησίας της Ελλάδος στην επικράτεια της Παλαιάς Ελλάδος πριν την δήμευση του Όθωνα, ώστε να βρεθούμε στη σημερινή κατάσταση είναι μόλις 90.000 στρέμματα χωραφιών και 580.000 στρέμματα βοσκοτόπων. Ομολογουμένως περίμενα ΠΟΛΥ μεγαλύτερα νούμερα. Ελπίζω η ιδέα μου να κεντρίσει το ενδιαφέρον να ασχοληθεί και κάποιος που κατέχει περισσότερα από data projections.

 

Αν η Πολιτεία δεν είχε παρέμβει καθόλου και είχε αφήσει την Εκκλησία να συλλέγει περιουσία κανονικά, βάσει αυτού του μοντέλου η Εκκλησία της Ελλάδος και οι μονές της χώρας σήμερα θα είχαν γύρω στα 2.500.000 στρέμματα γης (650.000 χωράφια και 1.850.000 βοσκοτόπων). Σήμερα δηλαδή της έχει απομείνει περίπου το 35% της περιουσίας που θα μπορούσε να έχει πάντα βάσει του παραπάνω μοντέλου (να εξηγιόμαστε!) Αλλά όσο έξω και να έχω πέσει, δε νομίζω ότι δικαιολογούνται οι κλαψιάρικοι ισχυρισμού του 4%.

 

Γενικά Σχόλια

Όπως ήδη ανέφερα, το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι σκεπασμένο από ανόητους συναισθηματισμούς και πολιτική σκοπιμότητα από όλες τις μεριές. Δεν θα ήθελα να παραστήσω την πεμπτουσία της αντικειμενικότητας, αλλά μερικά ζητήματα μπορούν να απαντηθούν χωρίς επικλήσεις συναισθημάτων. Ζητήματα όπως:

 

Η Πολιτεία οφείλει να πληρώνει μισθούς ιερέων ως αποζημίωση για τα ακίνητα που πήρε.

 

Ελλείψει αριθμών και με γενικότητες, ως επιχείρημα αυτό θα έστεκε. Τώρα όμως, έχοντας βρει κάποια νούμερα οδηγούς, μπορούμε τώρα να βγάλουμε και ορισμένα συμπεράσματα για αυτόν τον βασικό ισχυρισμό του παραεκκλησιαστικού και εκκλησιαστικού τύπου: συγκεκριμένα ότι το Δημόσιο χρωστάει λεφτά στην Εκκλησία από την εκποίηση των χωραφιών της και πως αυτός είναι από μόνος του λόγος να μην σταματήσει η μισθοδοσία των ιερέων.

Έχω στα χέρια μου έναν προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας του 2013 με τις τακτικές πιστώσεις. Θα επικεντρωθώ μόνο στο κονδύλιο πληρωμής μισθών εφημεριακού κλήρου (κωδ.2892) 185.000.000€ (το ποσό ήταν 225.000.000€ το 2010). Αγνοώ τους μισθούς αρχιερέων και ιεροκηρύκων (κωδ.371 – 4.500.000€ το 2013 – 6.200.000€ το 2010) ως ρητές υποχρεώσεις που ανέλαβε η Πολιτεία (αν και η πληρωμή των ιεροκηρύκων προβλεπόταν από τη Σύμβαση Τρίτση η οποία δεν εφαρμόστηκε για την Εκκλησία τουλάχιστον).

Είναι δύσκολο να υπολογιστεί πόσα χρήματα συνολικά έχουν δοθεί για τον εφημεριακό κλήρο από το 1945, αλλά το αντίστροφο είναι λίγο πιο εύκολο. Η Εκκλησία έχασε στη χειρότερη περίπτωση γύρω στα 1.700.000 στρέμματα (χωράφια και λιβάδια). Υπολογίζοντας 2.000€ ανά στέμμα (υπερβολικά ιδανική τιμή· τρέχουσα υψηλή τιμή για ποτιστικά χωράφια) διά το παραπάνω ετήσιο ποσό:

1.700.000 x 2.000 / 185.000.000 =

18,37 έτη

Η περιουσία που απαλλοτρίωσε το κράτος από την Εκκλησία από ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους αντιστοιχεί με 18,5 έτη μνημονιακών εφημεριακών μισθών. Νομίζω πως το Ελληνικό Κράτος μάλλον έχει αποπληρώσει τα χωράφια που πήρε και με το παραπάνω. Πάνω από το μισό ποσό έφυγε μόνο και μόνο τα τελευταία 11 χρόνια από το 2004 που ο Σημίτης κατήργησε τη φορολογία στα παγκάρια.

Όσο ακριβέστερα τα νούμερα, με τόσο μεγαλύτερη ακρίβεια μπορεί να γίνει ο υπολογισμός αυτός και να συνυπολογιστούν και τόκοι, αλλά δε νομίζω πως το Κράτος χρωστάει πλέον χρήματα στην Εκκλησία για τα μοναστηριακά χωράφια και είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα έχει πληρώσει με το υπερπλέον (άλλωστε η κρατική πληρωμή του μισθού του εφημεριακού κλήρου κρατάει από το 1945). Αν υπάρχει θέληση, μπορούν να τα βάλουν κάτω οι δύο πλευρές και να τα υπολογίσουν με ακρίβεια. Και δεν αγγίζω καν το θέμα του μαύρου χρήματος, της διαπλοκής ή τα κονδύλια υπέρ μονών από τον κρατικό προϋπολογισμό.

 

Η Πολιτεία οφείλει να πληρώνει μισθούς ιερέων επειδή ο ιερέας είναι απαραίτητος σαν το γιατρό και το δάσκαλο.

 

Το επιχείρημα αυτό είναι απαρχαιωμένο από τα 1800 ακόμη όταν άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες κοσμικές κοινωνίες, όπως οι ΗΠΑ. Αν και προφανώς στην Ελλάδα δεν έχουμε την ίδια κοσμικιστική παράδοση, δεν νομίζω πως είναι παράλογο να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σοβαρά και πιο ακριβοδίκαιες λύσεις.

Το αστείο είναι ότι η βάση του Α.Ν.536/1945 ήταν πολύ πιο δημοκρατική από το τρέχον σύστημα, δεδομένου πως η λογική τού ήταν οι μισθοί να πληρώνονται με ενοριακές καταστάσεις· ουσιαστικά άμεση φορολογία των πιστών, την είσπραξη της οποίας αναλάμβανε το Δημόσιο Ταμείο. Αυτό ουσιαστικά είναι το ίδιο που είχε προταθεί και στο συνέδριο “Αριστερά και Εκκλησία” το 2013 από τον Κουράκη. (σύστημα που εφαρμόζεται και στη Γερμανία). Δεν βλέπω πρόβλημα στο να επιστρέψουμε στη λογική του παλιού συστήματος αυτού.

 

Δικαιούται η Εκκλησία να έχει περιουσία;

 

Φυσικά. Δε νομίζω πως κανείς θα φέρει αντίρρηση σε αυτό, νομικά τουλάχιστον (θεολογικές αντιρρήσεις ενδεχομένως να υπάρχουν).

Αυτό που ίσως χρειάζεται είναι κάπως μεγαλύτερη επιτήρηση στον τρόπο απόκτησης της περιουσίας, ειδικά στο θέμα των κληροδοτημάτων, καθώς οι κατηγορίες για χειραγώγηση ηλικιωμένων δεν είναι σπάνιες. Το αυτό και με τις περιουσίες μοναχών καθώς η μοναστικη ζωή καθιστά τη χειραγώγηση ακόμη πιο εύκολη.

 

Πρέπει να φορολογείται η Εκκλησία;

 

Όπως όλοι οι ιδιώτες και οι οργανισμοί στην Ελλάδα. Τελεία

 
Κλείνοντας, θα κάνω δύο σχόλια.

Πρώτον, το Κράτος δεν έχει ακριβώς ηθικό έρεισμα όταν θίγει το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Όλες οι παλαιότερες αφαιρέσεις γηπέδων από το Κράτος κινούνταν πάντα στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας (συχνά παραβιάζοντάς τα) και του Διεθνούς Δίκαιο (όπως απέδειξε και η καταδίκη της Ελλάδας από το ECHR). Ως εκ τούτου δεν είναι παράδοξο πως οποιαδήποτε νύξη του ζητήματος προκαλεί σκεπτικισμό στην Εκκλησία. Η Εκκλησία έχει καεί επανειλημμένως, οπότε δικαιολογείται να φυσάει το γιαούρτι.

Δεύτερον, της Εκκλησίας τα ήθελε ο κώλος της εδώ και δεκαετίες με τη διαρκή διαπλοκή της με την Πολιτεία και την ημι-κρατική σχεδόν εξουσία που κατέχει. Όποτε κάνει κάποιος συζήτηση για πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους, οι περισσότεροι κληρικοί, ανώτεροι και κατώτεροι παθαίνουν υστερικό σύνδρομο.

Κι όμως, με πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους δε θα είχε συμβεί τίποτα από όσα διαμαρτύρονται. Βέβαια θα ήταν πολύ πιο δύσκολη η διαπλοκή τους με τους πολιτικούς. Ούτε πείραζε τους κληρικούς ότι επί αιώνες θεωρούνταν επέκταση της κρατικής εξουσίας και υπερφυσικός τιμητής των πάντων από ημι-κρατική και σχεδόν απυρόβλητη θέση ισχύος. Δεν γίνεται να τα θέλουμε όλα δικά μας όμως. Και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος.

Ήρθε η ώρα να τελειώνει η δουλειά. Αν δεν έκανα χοντρά λάθη στους υπολογισμούς μου, οικονομικές διαφορές μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους πρακτικά δεν υπάρχουν πλέον. Μόλις ολοκληρωθεί και το Κτηματολόγιο και λήξει το θέμα των διακατεχομένων γαιών, θα έχει επέλθει το πλήρωμα του χρόνου για να γίνει πραγματικότητα ο Διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους. Παρατράβηξε το αστείο. Όπως λέει ο λαος:

Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του
και
Μακριά κι αγαπημένοι

Πηγές

 
ΦΕΚ ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΦΕΚ 11/31.03.1833 Σύσταση επιτροπής εξακρίβωσης κατάστασης Εκκλησίας και Μοναστηρίων
ΦΕΚ 14/13.04.1833 Σύσταση Εκκλησιαστικού Συμβουλίου
ΦΕΚ 15/23.04.1834 Περί γυναικείων μοναστηρίων
ΦΕΚ 41/21.12.1834 Ίδρυση Εκκλησιαστικού Ταμείου
ΦΕΚ 42/15.09.1858 Κανονισμός Μοναστηρίων
ΦΕΚ 305A/27.12.1917 Ν.1072 – Επέκταση νομοθεσίας για το αγροτικό ζήτημα
ΦΕΚ 49A/28.02.1920 Ν.2052 – Αγροτικός Νόμος
ΦΕΚ 150A/10.05.1930 Ν.4684 – Ίδρυση Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας
ΦΕΚ 217A/18.07.1931 Ν.Δ.327 – Περί αναγκαστικής μισθώσεως γαιών υπέρ ακτημόνων γεωργών και κτηνοτρόφων
ΦΕΚ 342A/06.12.1949 Β.Δ. 29.10.1949 – Περί Κωδικοποιήσεως των Αγροτικών Νόμων
ΦΕΚ 1A/01.01.1952 Αναθεωρηθέν Σύνταγμα 1952 (βλ. μεταβατικό άρθρο 104)
ΦΕΚ 217A/15.08.1952 Ν.Δ.2185 – Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κτημάτων προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων
ΦΕΚ 259A/18.09.1952 Περί υπαγωγής εις την ρευστοποιητέαν μοναστηριακήν περιουσίαν κτημάτων τινών εκ της διατηρητέας αυτής
ΦΕΚ 289Α/08.10.1952 Κύρωση Σύμβασης μεταξύ ΟΔΕΠ και Δημοσίου για την εξαγορά κτημάτων προς αποκατάσταση ακτημόνων
ΦΕΚ 61Α/06.05.1987 Ν.1700 – Ρύθμιση θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας (Νόμος Τρίτση)
ΦΕΚ 231Α/23.10.1988 Ν.1811 – Σύμβαση Δημοσίου και Εκκλησίας για μεταβίβαση λιβαδικών και δασικών εκτάσεων σύμφωνα (με το Νόμο Τρίτση)
ΦΕΚ 261Α/20.11.1998 Κανονισμός 100 – Περί συστάσεως Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών (Ε.Κ.Υ.Ο.)
 
ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΦΕΚ 387A/31.12.1923 Α΄ Καταστατικός Χάρτης Εκκλησίας της Ελλάδος
ΦΕΚ 324A/27.09.1943 Αναθεώρηση 1943
ΦΕΚ 27A/17.02.1969 Αναθεώρηση 1969
ΦΕΚ 278A/03.10.1974 Επαναφορά Καταστατικού Χάρτη 1943 (με λίγες αναθεωρήσεις)
ΦΕΚ 146Α/31.05.1977 Τελευταία Αναθεώρηση 1977
Εκκλησία της Ελλάδος Τρέχων Καταστατικός Χάρτης με όλες τις αναθεωρήσεις και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις
 
ΦΕΚ ΠΕΡΙ ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ
ΦΕΚ 270/19.11.1909 Ν.3414/1909 – Περί Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και διοικήσεως Μοναστηριών
ΦΕΚ 317A/10.09.1938 Ν.1369 – Περί Ιερών Ναών και Εφημερίων
ΦΕΚ 42A/02.01.1940 Α.Ν.2200 – Περί Ιερών Ναών και Εφημερίων
ΦΕΚ 226A/05.09.1945 Ν.Δ.327 – Περί ρυθμίσεως αποδοχών του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος
ΦΕΚ 284A/21.12.1966 Π.Υ.Σ.281 – Περί καθορισμού του βασικού μισθού των εν ενεργεία τακτικών Εφημερίων
ΦΕΚ 162A/24.07.1968 Α.Ν.469 – Περί μισθολογικής διαβαθμίσεως του εφημεριακού Κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος
 
ΒΙΒΛΙΑ
Γιανναράς Χ. “Ορθοδοξία και Δύση στη Νεότερη Ελλάδα”, Εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1992, ISBN 960-7217-54-3
Εθνοσυνέλευση Δ΄ “Πρακτικά της εν Άργει Εθνικής Τετάρτης των Ελλήων Συνελεύσεως”, Εθνικό Τυπογραφείο, Αίγινα, 1829
Δωροθέου, Μητρ. Λαρίσης “Η εξέλιξις του αναπαλλοτριώτου της εκκλησιαστικής περιουσίας μέχρι σήμερον”, Εκδ. Αστήρ, Αθήναι, 1951
Κοκκίνης Σ. “Τα Μοναστήρια της Ελλάδος”, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 1976, ISBN 960-05-0830-5
Μακρυγιάννης, Γιάννης Απομνημονεύματα
Οικονόμος Κων/νος “Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράματα Κων/νου Πρεσβυτέρου και Κων/νου Οικονόμου του εξ Οικονόμων”, Σοφοκλης Κ. εξ Οικονόμων, Εκδ. Καραμπίνου, Αθήνα, 1862.
Τόμος Α΄ , Τόμος Β΄ , Τόμος Γ΄
 


 Skai.gr



https://onthewaytoithaca.wordpress.com

 

 

 

 

theologos vasiliadis